Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Ξέμπαρκος

Έτρεξα από τον πόλεμο μακριά, 
με μια σφαίρα σφηνωμένη στην κοιλιά. 
Ξέπνοος πια, 
λησμόνησα το πτώμα μου σε μια ανηφοριά.

Όταν έφτασα στην ακτή, 
αγνοούσα πως ήμουν νεκρός,
ένιωθα ακόμα, 
φοβισμένος, βιαστικός.

Ρώτησα βαρκάρηδες πολλούς
και απάντηση δεν έλαβα καμιά, 
βλέμματα διαπεραστικά,
κοιτούσαν από μέσα μου μακριά,
μόνο ένας τους πρόσεξε τα χυμένα μου σωθικά.

Γλίτωσα σκέφτηκα, 
θα φύγω επιτέλους στα ανοιχτά
και πλήρωσα να με περάσει στην άλλη μεριά, 
στην γη που νόμιζα πως ποτέ δεν σκοτώνουν παιδιά.

Μου αποκάλυψε στο ταξίδι
πως είχα πεθάνει πια 
και απεγνωσμένος βούτηξα να χαθώ στα βαθιά.

Σε κάθε λυγμό κατάπινα νερό, 
πνίγηκα με την απορία στον λαιμό, 
το χέρι του βαρκάρη με μάζεψε στον γυρισμό.

Μην είμαι ακόμα ζωντανός;
Μην είμαι δεύτερη φορά νεκρός;

Του ζήτησα να με περάσει απέναντι ξανά, 
μα μόνο με λεφτά γίνονται τα πράγματα αυτά.
Δεν έχω του είπα, στα έδωσα όλα την πρώτη μου φορά.
Δεν γίνεται μου είπε και σήκωσε τους ώμους του ψηλά.

                                                                                    Στέλιος Καραθεοδώρου