Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Πριν τον θρίαμβο της αφθαρσίας 
κόντρα στην βαρυτική σύνθλιψη 
στην παρυφή μιας κίβδηλης αιώρησης, 
ένα αναπόφευκτο βήμα μπροστά 
μετά το πέρας της επώδυνα μακρόσυρτης προσεδάφισης 
στο επόμενο μεσοδιάστημα της ανάβασης. 

*(από το εγχειρίδιο των κυνηγών της ουτοπίας)

                                                               Σ.Κ.


Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

Πριν την ακροβασία της σιωπής στην κορύφωση της ρυθμικής απινίδωσης, 
μετά την άρια του κήτους στο τέλος της ασφυκτικής μετάπτωσης. 

*(από το εγχειρίδιο αποφυγής ανεπιθύμητων συναντήσεων)

                                                                Σ.Κ.


Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Οδός Βύρωνος

 Το παράθυρο έβλεπε στο πιο άχαρο σημείο της οδού Βύρωνος. Οι περαστικοί αναπόφευκτα μου τραβούσαν την προσοχή. Έμοιαζα με τον παραμελημένο σκύλο στην αυλή που κολλάει το μάτι του στην μοναδική χαραμάδα του φράχτη, προσδοκώντας επαφή με τους αμέριμνους διαβάτες απ’ έξω, παρόλο που ξέρει πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί και έχει πάψει από καιρό τώρα με λαχτάρα να τους γαβγίζει, όταν κατάλαβε πως χωρίς να το θέλει, τους ανάγκαζε έτσι να απομακρύνονται αντανακλαστικά πιο βιαστικοί. Η εμμονική καταγραφή τους στην ψηφιακή μνήμη της φωτογραφικής μου μηχανής, το χνάρι απ’ το ακατάπαυστο πηγαινέλα τους που αποτύπωνε ενός ασήμαντου δρόμου την ιστορία, μου προκαλούσε μια τρυφερή ψευδαίσθηση οικειότητας με αυτό που εν αγνοία του το αγάπησα τόσο όσο και το φοβήθηκα μαζί, μου έφερνε εκείνη την γνώριμη γλυκόπικρη γεύση στο στόμα, απ’ όταν συνειδητοποίησα πως μια μέρα θα πεθάνω και έπαψα από τότε να είμαι παιδί, σαν το χάδι που το ακούς υπόκωφα να βρυχάται και την δυσοσμία που αφήνει το φιλεύσπλαχνο βλέμμα όταν στην πραγματικότητα αδιαφορεί.
                                                                                                                      Στέλιος Καραθεοδώρου


Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019

αντηχεί στις χαράδρες των ψαριών το σπαρτάρισμα

απόδραση στο χνώτο του λύκου το φιλί της ζωής

στομώνει ο κυνόδοντας στης μεθυσμένης οχιάς το στρίφωμα

το τεθλασμένο χνάρι των σαλαχιών τις ουρές ακολουθεί

σαν μακρόσυρτο χάδι κάτω απ’ το λευκό επιστέγασμα

ο χειμώνας κατατρώει την ανοιχτή μου πληγή

                                                        Σ.Κ.


Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Η γκλίτσα, το λάσο και το κακό συναπάντημα

 Ο έφιππος γελαδάρης ξεπέζεψε μπροστά στην πολυκαιρισμένη διαφημιστική ταμπέλα της μάλμπορο, σ’ ένα αυθαίρετο αγροτεμάχιο δίπλα στην Εγνατία Οδό. Στην φωτογραφία αναγνώρισε τον εαυτό του, τότε που αγέρωχος ατένιζε το μέλλον με το τσιγάρο αναμμένο στo στόμα. Μια σκουριασμένη χαρακιά σαν ουλή απ’ τις βροχές στο πορτραίτο της νιότης του, τον προσγείωσε απότομα στην πραγματικότητα, του υπενθύμισε πως πλέον δεν ήταν παρά μια ξεθωριασμένη αφίσα που κανείς δεν θυμόταν. Έβηξε φτύνοντας αίμα. "Η Αμερική σκοτώνει τους καουμπόι της με τσιγάρα μάλμπορο", μονολόγησε απογοητευμένος.
 Την ενδοσκόπηση του διέκοψε ο θόρυβος ενός αυτοκινήτου που σταμάτησε δίπλα του. Ο οδηγός κατέβασε το παράθυρο, άδειασε το τασάκι πάνω στις δερμάτινες μπότες του καουμπόι και γκάζωσε επιδεικτικά. Ο Μάλμπορο Μαν καβάλησε το άλογο και τον κυνήγησε, στροβίλισε το λάσο στον αέρα και πετώντας το μέσα από το ανοιχτό παράθυρο τράβηξε έξω τον οδηγό, ενώ το αυτοκίνητο κατέληξε φλεγόμενο στο παρακείμενο χαντάκι. Από τα συντρίμμια ακουγόταν μια γνωστή μελωδία, «ω-ω-ω-ω ουζάκι ουζάκι, ω-ω-ω-ω μάλμπορο τσιγαράκι».
 «Ωραίο τραγούδι», είπε χαμηλόφωνα ο καουμπόι και ρώτησε χαιρέκακα τον οδηγό:
-«Τι είναι αυτό, φουστάνι φοράς ρε”;
-«Φουστανέλα το λένε».
-«Έχει και πιέτες βλέπω».
-«Και συ δεν πας πίσω με τα κρόσσια».
-«Και αυτές οι κόκκινες παντούφλες με τις φούντες»;
-«Τσαρούχια τα λέμε στο χωριόμ».
 Ο Μάλμπορο Μαν κοίταξε τις μπότες του. «Τι τσαρούχια, τι σπιρούνια», είπε από μέσα του και ρώτησε τον οδηγό ξανά:
-«Τι κυνηγάτε εδώ»;
-«Τον τελευταίο καιρό μετανάστες, έχουμε και τους τσιγγάνους για προπόνηση», απάντησε και γέλασε σαρκαστικά στρίβοντας το τσιγκελωτό μουστάκι του. «Εσείς τι κυνηγάτε στο Τέξας φίλε και για να έχουμε καλό ρώτημα πως απ’ τα μέρη μας»;
-«Είμαι συνταξιούχος καουμπόι, κάνω τον γύρο του κόσμου με άλογο για να συγκεντρώσω λεφτά για το τείχος του Τραμπ. Εμείς παλιά κυνηγούσαμε Απάτσι, τώρα Μεξικάνους και έχουμε τους μαύρους κλασικά για προπόνηση».
-«Μα εμείς ταιριάζουμε πολύ», είπε ο τσολιάς.
 Ο Μάλμορο Μαν το σκέφτηκε λίγο, άπλωσε το χέρι και τον βοήθησε να ανεβεί στο άλογο πίσω του. Όσο η φιγούρα τους απομακρυνόταν στο ηλιοβασίλεμα, ο τσολιάς ψιθύρισε τρυφερά στο αυτί του καουμπόι: "Αν αυτό σε παρηγορεί, η Ελλάδα σκοτώνει τους τσολιάδες της με τυρί φέτα" και έβγαλε από την τσέπη ένα χάπι χοληστερίνης, το έσπασε στην μέση και του πρόσφερε το μισό. Ο καουμπόι συγκινημένος γύρισε και φίλησε τον τσολιά στα χείλη. «Με τσίμπησε το μουστάκι σου», είπε με νάζι και συνέχισαν σφιχταγκαλιασμένοι το ταξίδι τους προς το άγνωστο.
                                                                                                                Στέλιος Καραθεοδώρου


Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

 Οι κορφές των δέντρων θα δείχνουν πάντα εκεί που μάταια πασχίζουν να φτάσουν, σαν τις μύτες των μολυβιών που κοντοστέκουν πάνω απ’ το χαρτί μα ποτέ δεν καταφέρνουν να γράψουν. Στους νερόλακκους το ρυτιδιασμένο φεγγάρι θυμίζει αναβράζον ντεπόν για τις ημικρανίες των αδέσποτων σκύλων. Ο υδάτινος κύκλος είναι μια επαναλαμβανόμενη αυτοκτονία από ταράτσα. Πόσοι γδούποι χρειάζονται για να καταλήξει ολόκληρο το σύννεφο στον ακάλυπτο, πόσα τρυπήματα για να εμπεδώσει το παραμύθι η φλέβα.
                                                                                                        Σ.Κ.


Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

how doctors listen to music

 Η μουσική σταμάτησε, μα ρυθμός απ’ τις συντονισμένες καρδιές μας αρκούσε για να συνεχίσουμε να χορεύουμε στην σιωπή. Δεν χρειαζόταν να μιλάς, άκουγα τους παλμούς και την ανάσα σου. Όσο αφουγκράζομαι τον θώρακα σου, στις εισπνοές ακόμη αντηχούν οι παιδικές φωνές απ’ την αλάνα της γειτονιάς που μεγάλωσες και στις εκπνοές ο ψίθυρος από τα εφηβικά μυστικά σου. Ένα συνονθύλευμα οπτικών ινών που αθροίζουν όλα τα δεδομένα σου πάλλεται ανεξέλεγκτα μέσα μου, όσο με διασχίζουν οι δονήσεις σου καθολικά σαν ένα σμήνος βελόνες και συνεπαίρνει μικρά αποσπάσματα του ιστορικού μου όπως με διαπερνά, συνθέτοντας ένα νέο δίκτυο συμφύσεων πάνω στο ενιαίο μας καρδιοχτύπι. Μια από κοινού διαδικασία μορφοποίησης που διατρέχει το σύνολο του γίγνεσθαι, προσδίδοντας κοινές μνήμες και συναισθήματα σε ότι καθορίζουμε και μας καθορίζει, σαν τον ανεπαίσθητο ελιγμό της φλέβας που έχει μάθει συνειδητά να αποφεύγει το τρύπημα της βελόνας και τον λυγμό που βγαίνει άσκεφτα απ’ το λαρύγγι όταν ένας αόρατος κόμπος πιέζει ασφυκτικά τον λαιμό ή τις χορδές που φαλτσάρουν γλυκά σαν να συναισθάνονται την λύπη του κιθαρίστα και ας πατάνε σωστά τ’ ακροδάχτυλα του στα τάστα. Ο υπόκωφος βόμβος την νύχτα απ’ το αντλιοστάσιο, το στάρι που θροΐζει στις παύσεις της θεριστικής μηχανής, η πρέσα του καθαριστηρίου που ξεφυσάει στην κορύφωση του μεταλλικού γογγυσμού, ο ηλεκτρικός συριγμός του σάπιου καλωδίου και η μαρμαρυγή του λαμπτήρα πυράκτωσης πριν καεί, δεν είναι απλά τα ζωτικά σημεία ενός μηχανισμού, είναι τέκνο αφηγήματα που κουβαλούν όλο το φορτίο της ύπαρξης, όλες τις εκφάνσεις της αλληλεξάρτησης και της συνδιαμόρφωσης μεταξύ του υλικού και του σάρκινου. Η δομή του χεριού που κατασκεύασε το εργαλείο, θα συνεχίσει να σχηματοποιείται προσαρμοστικά από την ίδια την χρήση του εργαλείου και τις όποιες μελλοντικές βελτιώσεις του. Ένας κόσμος ετερογενών συνυφάνσεων, μια συνεχής αμφίδρομη ροή σε ένα κωδικοποιημένο μπιτ που διέπει επανακαθορίζοντας τα πάντα αιώνια, το ταμ ταμ του κόσμου αναμεταδίδει άοκνα την ψυχή μας στα πάντα και αντίστροφα, σαν τα ηχητικά κύματα ενός σόναρ που επιστρέφουν στην πηγή έχοντας πάρει την μορφή του βυθού ή ένα τρελό καρδιογράφημα που η γραμμική του συχνότητα καταγράφεται σαν μακρόσυρτος στίχος.
                                                                                                                        Στέλιος Καραθεοδώρου


Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

 Στο προπέτασμα του πλιάτσικου, εκεί που ο αχνός της ανοιχτής πληγής γίνεται ένα με το χνώτο του σαρκοβόρου, ενσαρκώθηκαν οι ισχνές μας φιγούρες για πρώτη φορά. Τα έντομα που πνίγηκαν στις σταγόνες ρητίνης, κυλούσαν ανεπαίσθητα στους φλοιούς των κωνοφόρων και λαμπύριζαν σαν τα καντήλια των δρόμων μέσα στην αποπνικτική καταχνιά. Το αποκρυσταλλωμένο ίχνος του γυμνοσάλιαγκα, ένωνε τα λευκά στίγματα του αμανίτη και σχημάτιζε νεφελώματα σε μια κόκκινη ξαστεριά. Ένα σαθρό καύκαλο από κονίαμα φερριτίνης και στρώσεις ερυθροκυττάρων, κάλυπτε το κέντρο του άδεντρου κύκλου, σ’ ένα ξέφωτο που κόχλαζε η λάσπη και ανάβλυζε η γη κουκουνάρι με απόβλητα τοξικά. Η νεκρική ακαμψία της χλόης κάτω από την αιμάτινη αλισάχνη, ξεπρόβαλλε μέσα στην απόπνοια της αποσύνθεσης σαν μια πορφυρή παρθένα στεριά, όπως στον βυθό τ’ αγκάθια της σκορπίνας υψώνονται μέσα απ’ την άμμο, έτσι οι αιχμηρές απολήξεις της σκίζουν το ανίερο πέλμα που την καταπατά. Ήμασταν εύπλαστα γρέζια σφηνωμένα στο οπτικό πεδίο των άλλων. Το φως είχε εισβάλλει απ’ το ανεπούλωτο τραύμα στο άβατο των σωθικών μας και οι προνύμφες του απομυζούσαν την ενδοχώρα των ανείπωτων, μέχρι να αποκτήσουν με την σειρά τους την φτερωτή αδιακρισία της μύγας. Στα έγκατα των κούφιων κορμών αντηχούσε η πέψη της εγγενούς ενοχής μας. Θύμιζε το ρέψιμο μιας ντουζιέρας που στέρεψε ξαφνικά. Οι τύψεις έγιναν το εκλεπτυσμένο φέρετρο των ονείρων μας και είχαμε τα μάτια των πεθαμένων απ’ όταν ήμασταν παιδιά, εκείνο το απόκοσμο βλέμμα που διαπερνά τα πάντα και μόνο στο τίποτα σταματά. Όσοι αποκήρυξαν τον θάνατο ρίζωσαν επιτόπου και έγιναν κυπαρίσσια με μαύρα κλαδιά. Οι άτολμοι ξεθωριάσαμε μες στις κορνίζες, δίπλα σε λουλούδια πλαστικά.
                                                                                                                      Στέλιος Καραθεοδώρου


Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

 Η ψηλόλιγνη φιγούρα του, πάντα σκυφτή με το βλέμμα στο πεζοδρόμιο, αναζητούσε απολεσθέντα χρηματικά ποσά. Με τον καιρό είχε εντοπίσει κάποια πιθανά σημεία. Μπροστά στα περίπτερα για παράδειγμα, εκεί που οι βιαστικοί περαστικοί με μια φευγαλέα κίνηση στριμώχνουν τα ρέστα στις τσέπες, υπάρχει πάντα η πιθανότητα κάποια από αυτά να μην καταλήξουν μέσα σε αυτές. Επίσης δεν αμελούσε ποτέ να ελέγχει κάτω από τα παγκάκια. Εκεί που τα φαρδιά παντελόνια των συνταξιούχων ή ένα παθιασμένο φάσωμα, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις κάποιο κέρμα να γλιστρήσει αθόρυβα στο χορταριασμένο έδαφος χωρίς να γίνει αντιληπτό.
 Παρατηρούσε με τις ώρες τους ανθρώπους. Στα επαναλαμβανόμενα μοτίβο της ρουτίνας που εκτυλίσσονταν μπροστά του, αναγνώριζε πολλές ευκαιρίες να κλέψει με ασφάλεια. Μα δεν το έκανε ποτέ. Όχι απαραίτητα για λόγους ηθικής, όπως κάποιοι εύκολα βαυκαλίζονται, αλλά μάλλον επειδή είχε ακόμα πρόσβαση σε ένα πιάτο φαγητό στην φοιτητική λέσχη, όπου τρύπωνε παράνομα ανάμεσα στους φοιτητές και ένα εξασφαλισμένο χαρτζιλίκι που έφτανε για τσιγάρα και φθηνή μπύρα.
 Μετά τις χαμένες ευκαιρίες πάντα κατηγορούσε τον εαυτό του για την στιγμιαία δειλία του χωρίς να το μετανιώνει, ίσως επειδή το ερμήνευε ωμά χωρίς υπεράνθρωπα φτιασιδώματα, καταφέρνοντας έτσι να αντισταθεί στον ασπρόμαυρο ρόλο του φτωχού πλην τίμιου μιας ελληνικής ταινίας του περασμένου αιώνα, στην θαλπωρή των παιδικών του χρόνων, των Κυριακάτικων οικογενειακών μεσημεριών μπροστά στην τηλεόραση την δεκαετία του 80, τότε που οι μεγάλοι άρχισαν έντεχνα να τον χειραγωγούν με ενοχές. Δεν έκλεβε. Όχι γιατί ήταν καλό παιδί, αλλά γιατί δεν είχε ακόμα την ανάγκη να κλέψει και το πίστευε για όλους αυτό και ας μην το πίστευαν οι άλλοι για τους εαυτούς τους.
 Σε μια πόλη εκατομμυρίων κατοίκων διαπίστωνε καθημερινά πως ο κόσμος δεν χάνει λεφτά με την ίδια ευκολία που χάνει τα λεπτά του. Άλλες φορές σπαταλούν χρόνο δανεικό απ’ τα στερνά τους και άλλες τον χρόνο που αγοράζουν απλά επειδή μπορούν. Το πρώτο είναι μια προσωπική θυσία, το δεύτερο κανιβαλισμός. Σε ένα βιβλίο του Φλωμπέρ είχε διαβάσει πως η ανθρωπότητα ρέπει συστηματικά προς την νωθρότητα ή κάπως έτσι, δεν θυμόταν καλά και δεν έβρισκε κανέναν λόγο να διαφωνήσει με αυτό. Ο έρωτας είναι μάλλον η εξάρτηση από την ψευδαίσθηση του άπλετου χρόνου. Οτιδήποτε εξασφαλίζει το πάγωμα μιας όμορφης στιγμής, έναν γλυκό λήθαργο στην μέση μιας πολύβουης δυστοπίας, μια μακρόσυρτη εναέρια πιρουέτα βγαλμένη από την τριλογία του Μάτριξ, είναι ερωτεύσιμο. Μια παλιά φωτογραφία, ένα βλέμμα, ένα φιλί, ένας οργασμός, ένα ποίημα, ένα άγγιγμα, ένα δειλινό, μια βαθιά τζούρα, ένα γέλιο, ένα δάκρυ, είναι στιγμές που αν τις συσσωρεύσεις θα αντιληφθείς την αθανασία που ενυπάρχει απροσδιόριστη μέσα στον μάταιο αγώνα της επίτευξης της. Δεν είναι τυχαίο πως όποιος ντιλάρει χρόνο είναι αν όχι εύπορος, τουλάχιστον εξασφαλισμένος από το βασικό συστατικό που θεωρεί πως τον καθορίζει.
 Τα περιστέρια και οι χρήστες κυκλοφορούν ανάμεσα μας στα πάρκα. Τα μεν ανέμελα με μια σχεδόν άρια σιγουριά ψευδεπίγραφης εξαγνισμένης λευκότητας, οι δε με το αγχώδες θράσος ενός κυνηγημένου αγριμιού, που αν μη τι άλλο σιγουρεύει την επιβίωση του από τα αδηφάγα βλέμματα, όταν διασχίζει το οπτικό τους πεδίο ζητιανεύοντας ψιλά για μια δόση. Ένα τεντωμένο χέρι που ζητάει βοήθεια αλλάζει την πορεία του αναίσθητου πλήθους, όπως ένας βράχος διχοτομεί την ροή ενός ορμητικού ποταμού. Δεν θα δεις ποτέ στα πάρκα να κατασπαράζουν οι άνθρωποι τα περιστέρια όπως κατασπαράζουν τους αδύναμους τα βλέφαρα των ευπρεπών, την στιγμή που ανοιγοκλείνουν σαν μασέλες ενοχλημένα απ’ την άβολη θέα. Βλέπουμε πιθανές εκδοχές του εαυτού μας παρακαλώντας από μέσα μας να μην τις μοιάσουμε ποτέ, στέκουμε αχάριστοι απέναντι στην μνημειώδη διαφορετικότητα που τολμά να μην μας μοιάζει και ευγνώμονες δίπλα στην υποκριτική εξιδανίκευση μιας άμωμης ρέπλικας.

                                                                                  Στέλιος Καραθεοδώρου


Παρασκευή 17 Μαΐου 2019

Η παλινωδία της νοσταλγίας

Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει του ανέμου τα λόγια,
του σκουριασμένου μεντεσέ την στριγκλιά,
των δέντρων το ανήσυχο θρόισμα όταν τα πλησιάζει η φωτιά,
ούτε το τρέμουλο απ’ τα τζάμια στις προθήκες των τάφων,
τον υπόκωφο βόμβο στα κουφάρια των κοχυλιών,
τον επιθανάτιο ρόγχο,
την τελευταία εκπνοή των νεκρών.
Οι σκόπελοι στέκουν ως αρχέγονα κλειδοκύμβαλα.
Πάνω τους το αθόρυβο πηγαινέλα της θάλασσας
αποκτάει φωνή.
Άλλοτε σαν χάδι θυμίζει γλυκό ψιθύρισμα
και άλλοτε οργισμένο ξεσπάει
σαν απελπισμένη κραυγή.
Το αδιάκοπο πισωγύρισμα,
αυτή η απαρέγκλιτη εμμονή στα ορόσημα,
δίνει την ακουστική ψευδαίσθηση μιας αθανασίας
που εξελίσσεται σε χρόνο ενεστώτα.
Αν λείψει απ’ την ακτή ένα κύμα αρκεί,
για να καταλήξει η Σονάτα του Σεληνόφωτος 
η ανάμνηση μιας καταρρέουσας παρωδίας.
Ο ορίζοντας είναι το αδρανές μεταίχμιο,
η τραμπάλα στην κορφή μιας αγέρωχης βραχονησίδας
που πάνω της ισορροπεί μια ορχήστρα ζωντανή.
Όσο τα όργανα που την απαρτίζουν παίζουν μουσική,
κλυδωνίζεται επικίνδυνα,
μα οι αντίρροπες νότες την κρατούν σταθερή.
Αν λείψει το βιολί απ’ τον στοργικό ώμο του βιολιστή,
το απεγνωσμένο δοξάρι θα του κόψει το χέρι
και οι ήχοι του κόσμου θα πάψουν για πάντα,
λίγο πριν το άψυχο σώμα του βυθιστεί.

Σ.Κ.
*(artwork: Quint Buchholz)


Δέναμε σφιχτά τα βιβλία στα μάτια μας
και αμέριμνοι διασχίζαμε κάθετα
τους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας.
Τα αυτοκίνητα μας χτυπούσαν
και οι λέξεις στον αέρα σκορπίζανε,
πάνω απ’ τους μελλοθάνατους
σαν όρνεα φτεροκοπούσαν.
Το αίμα κυλούσε στην άσφαλτο,
στ’ αλήθεια τα ποιήματα αιμορραγούσαν.

Σ.Κ.
*(artwork: Quint Buchholz)


Απογείωση στην πραγματικότητα
είναι οι δεμένες βάρκες που αιωρούνται
έξω απ’ τα παράθυρα
τα μουντά δειλινά πριν τις Δευτέρες.
Χωρίς μηχανή και κουπιά,
μοιάζουν με αναποδογυρισμένα σκυλόσπιτα
έτοιμα να σαλπάρουν στον ουρανό,
λαθρεπιβάτες τ’ ανέφικτα όνειρα
της περασμένης βδομάδας
το σκάνε σαν απελπισμένοι δραπέτες.
Ξέμπαρκοι στο κρεβάτι
ξυπνάμε νεκροί για δουλειά,
υπομονή, ακόμα εφτά μέρες.

Σ.Κ.
*(artwork: Quint Buchholz)


Ούτε τα θύματα, ούτε οι μάρτυρες.
Οι θύτες θα βρουν καταφύγιο μες στα βιβλία.
Η λίμνη του αίματος θα χαθεί όπως
η μνήμη στ’ απόνερα του χρόνου,
σαν την βροχή που σβήνει τα ίχνη
θα ξεπλύνει τα χέρια του δολοφόνου.
Η αλήθεια στο απόσπασμα
με την πλάτη στον τοίχο,
στο σκληρό εξώφυλλο
τα σημάδια απ’ τις σφαίρες
και οι αυτόπτες νεκροί
κάτω απ’ τον τίτλο.


Σ.Κ.
*(artwork: Quint Buchholz)


Κυριακή 14 Απριλίου 2019

Η καρδιά μας θα συνεχίσει 
να χτυπάει έξω απ’ τον θώρακα, 
όταν τα πουλιά στα κλουβιά σιωπήσουν 
και τα μάρμαρα των τάφων με τον καιρό 
θα παίρνουν την όψη μας, 
όταν οι ξεθωριασμένες φωτογραφίες 
στις προθήκες πάψουν να μας θυμίζουν.
                            
                                                   Σ.Κ.



                                   

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Πρώτα πατούσαν τα δάχτυλα, 

ακολουθούσαν δειλά οι φτέρνες, 

οι προορισμοί όλο ξεμάκραιναν, 

στους θηρευτές γυρνούσαν οι σφαίρες, 

τα δάκρυα πίσω στα μάτια κυλούσαν 

και έβρεχε κάτω απ' τις ομπρέλες.

                                                   Σ.Κ.


Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Τρία χρώματα

(Τριλογία-σκηνή 1η: Καμικάζε)

 Ο Ιζανάγκι κάλυψε εκδικητικά με την παγωμένη του ανάσα όλο το Ονογκόρο και διέταξε τους ανέμους να κοπάσουν για πάντα στο νησί, καταδικάζοντας τους κατοίκους στην αιώνια αφάνεια μιας απόκοσμης καταχνιάς. Ο θρυλικός σαμουράι Μιγιαμότο Μουσάσι, ο μαέστρος με το διπλό κατάνα, τεμάχιζε την απροσπέλαστη ομίχλη που είχε περικυκλώσει αποπνικτικά το ανάκτορο Γιασιροντόνο στην ενδοχώρα. Σμήνη πουλιών εφορμούσαν από την ηλιόλουστη κορυφή της παγόδας στο πυκνό νέφος των υδρατμών, για να ενισχύσουν τον τιτάνιο αγώνα του νεαρού ξιφομάχου. Μέσα στο χνώτο του Θεού, μια δίνη από φτερά και απαστράπτουσες λεπίδες, άνοιγε τον δρόμο που διέσχιζε το δάσος με τις καμέλιες μέχρι την απέραντη θάλασσα. Ο Ιζανάγκι είχε κατατροπωθεί.


  (Τριλογία-σκηνή 2η: Χοκάιντο)

 Η Ιζανάμι χάραξε από ζήλια το πρόσωπο της πανέμορφης Κουτσισάκε, της ερωμένης του Μιγιαμότο Μουσάσι, σκίζοντας το στόμα της από άκρη σ’ άκρη και μεταμορφώνοντας την σε δαιμόνιο, ως αντίποινα όταν ο σαμουράι απέρριψε την θεά ερωτικά. Έκτοτε η Κουτσισάκε περιπλανιέται τις νύχτες στους δρόμους με ένα φουλάρι στο πρόσωπο και ρωτάει τους περαστικούς ευγενικά αν είναι όμορφη. Αν η απάντηση είναι αρνητική ή απλά την αγνοήσουν, τότε τους σκοτώνει με ένα ψαλίδι που κουβαλάει στην τσέπη της. Αν ωστόσο η απάντηση είναι θετική, τότε θα αφαιρέσει το φουλάρι και θα ξανακάνει την ίδια ερώτηση. Σε αυτό το σημείο αν ο άτυχος περαστικός της απαντήσει αρνητικά τότε τον κόβει στην μέση, διαφορετικά αν απαντήσει θετικά του κόβει το στόμα για να της μοιάσει. Όταν ο Μιγιαμότο Μουσάσι που έλειπε σε εκστρατεία έμαθε τα νέα της Κουτσισάκε, έκλαψε για εφτά συνεχόμενες μέρες και τα δάκρυα του σχημάτισαν την λίμνη Χοκάιντο. Το σμαραγδένιο χρώμα της αντικατοπτρίζει την παγωμένη καρδιά του Μουσάσι, που ποτέ δεν κατάφερε να αγαπήσει ξανά από τότε.


(Τριλογία-σκηνή 3η: Σάκουρα)

 Ο Μιγιαμότο Μουσάσι έμπηξε αποφασιστικά το περίτεχνο ξίφος στην κοιλιά, στρίβοντας την κοφτερή λεπίδα μέσα στα ίδια του τα σπλάχνα. Το κελαρυστό αίμα πότισε τις ρίζες του δέντρου και τα πάλλευκα άνθη του έγιναν μεμιάς ρόδινα. Ο ανατέλλων Ήλιος τα χάιδεψε με τα ζεστά του ακροδάχτυλα και από τότε ξεπροβάλλει κάθε πρωί πορφυρός, βυθίζοντας την γη σε μια ερυθρή απόχρωση, σαν φόρο τιμής για την θυσία του ήρωα που το αίμα του ακόμα κυλάει καυτό μέσα στα σωθικά της. Φήμες λένε πως αν θέλεις να το γευτείς, αρκεί να δοκιμάσεις ένα φρεσκοκομμένο κεράσι από δέντρο Σάκουρα, την ώρα που αναδύεται ο ήλιος στον κατακόκκινο ουρανό και πως μετά αν κόψεις τις φλέβες σου, θα βρούνε στην θέση σου την επόμενη μέρα να έχει φυτρώσει μια ολάνθιστη κερασιά.


                                                                                                         Στέλιος Καραθεοδώρου



Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Σεκάνς

Μια παράλληλη διάταξη από κατοπτρικές λωρίδες αντεστραμμένων κορυφογραμμών, κατακερμάτιζε τον ορεινό όγκο και αναδείκνυε την αντίφαση της επιβλητικής του εσωστρέφειας.



Οι αιχμές των αόρατων βαρυτικών διανυσμάτων συμπίεζαν την ζέση των χρωμάτων σε έναν ωοειδή πυρήνα, που θύμιζε μεγεθυμένο ερυθροκύτταρο στο κέντρο μιας αναιμικής δυστοπίας, σαν βουλωμένο σιφόνι που συγκέντρωσε τα ροζ απόνερα ενός προηγηθέντος αιμοσταγούς συμβάντος, στον πάτο του στίλβοντος νιπτήρα.


Η επιτηδευμένη νομισματοειδής λευκότητα του κενού καμβά, συνέβαλλε καθοριστικά στην πληρότητα της τοπιογραφίας. Η υπερεκτεθειμένη εμουλσιόν του κυκλικού αποτυπώματος της πανσελήνου, απομυζεί λαίμαργα την μετριότητα μιας νυχτερινής λήψης, αφήνοντας την λεπτεπίλεπτη επίγευση του ρομαντισμού στους οφθαλμικούς ουρανίσκους.

Ο ψίθυρος της σιωπής είναι ο εκκωφαντικός αντίλαλος μιας πλημμυρισμένης κατακόμβης, όπου καταλήγουν τα ορμητικά νερά ενός αδηφάγου χείμαρρου που συμπαρασύρει τα τρομαγμένα τιτιβίσματα των πουλιών, καθώς διασχίζει ένα ηφαιστειογενές δάσος που αχνίζει ακατάπαυστα θειάφι.


Αν διακτινιστείς στην μεσότητα του άγνωστου άδυτου, θα είσαι τουλάχιστον απαλλαγμένος από το κατευθυντήριο δίλημμα, από την αβάσταχτη ασάφεια της πορείας προς το τέλος ή την αρχή του και η εκστατική αδημονία μιας εναρκτήριας κατάληξης ή μιας καταληκτικής έναρξης, θα έμοιαζε με γάργαρο μονόλογο που προκαλεί στον διάβα του τις παρόχθιες συστάδες των αγριολούλουδων να ανθίσουν, μετατρέποντας έτσι σε μονοπάτια τα άγονα χνάρια σου.


                                                                             Στέλιος Καραθεοδώρου

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Αν

Αν βουλιάζαμε στου ουρανού το γαλάζιο 
και πετούσαμε στων βυθών την σιωπή, 
αν απ' τις σκάλες μπορούσαμε μόνο να κατεβούμε 
και για να ανεβούμε αρκούσε ν' αφήναμε για λίγο την κουπαστή, 
αν απ' τις πόρτες ήμασταν ικανοί μόνο να μπούμε 
και η εκπαραθύρωση ήταν η μόνη μας διαφυγή, 
αν ο ήλιος γέμιζε μια μέρα τον μήνα 
και η πανσέληνος φώτιζε την πλάση κάθε πρωί, 
αν τα δέντρα έβγαζαν φύλλα μέσα στο χώμα 
και στις ρίζες τους έβρισκαν τα πουλιά θαλπωρή, 
τότε οι νεκροί θα συνέχιζαν να φοβούνται τον θάνατο, 
όπως οι ζωντανοί την ζωή.
                                                                      Σ.Κ.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Φάλτση καντάδα

 Η ντίβα της κλασικής μουσικής βάλθηκε να αποδείξει πως είναι ικανή να τιθασεύει τις κραυγές ηδονής κατά την διάρκεια της ερωτικής πράξης, μετά την αποδοχή της πρόκλησης από έναν άσημο τενόρο στο γκαλά που διοργανώθηκε στην πρεμιέρα της παράστασης προς τιμήν της, όταν αυτή εξήρε την αψεγάδιαστη, απαράμιλλη και θεϊκή τεχνική της ως το απαύγασμα της καλλιέργειας που ξεχωρίζει το ανθρώπινο απ’ το ζωώδες, ενώ αυτός αντέτεινε με σθένος πως η συμπαντική παραφωνία, ο λανθασμένος τόνος που σπάει το αρμονικό συνεχές, αποτελεί τον αστάθμητο παράγοντα που εξανθρωπίζει το τέρας της αλαζονικής τελειότητας, εξυμνώντας παράλληλα τους αλλοπρόσαλλους λαρυγγισμούς κατά την διάρκεια του οργασμού, ως το παράδειγμα της πεμπτουσίας της ύπαρξης. Αυτή σήκωσε το γάντι υποστηρίζοντας πως ο άνθρωπος οφείλει να καλουπώνει το ένστικτο σε έναν έμμετρο λυρισμό για να ξεχωρίζει απ’ τα ζώα και αυτός επέμενε πως ευτυχώς για τον άνθρωπο αυτό είναι αδύνατον να συμβεί.
 Έκτοτε η διάσημη σοπράνο μάταια κατέγραφε τις σεξουαλικές περιπτύξεις της, προσπαθώντας την στιγμή της κορύφωσης να αποδώσει το άναρχο συνονθύλευμα των ήχων της με την μορφή μιας άψογης άριας, χωρίς κανένα απολύτως αποτέλεσμα και που όταν σπάνια το κατάφερνε μερικώς, ήταν πασιφανές πως επρόκειτο για προϊόν υποκρισίας. Εκνευρισμένη από την αποτυχία της και μπροστά στον φόβο της δημοσιοποίησης της ήττας της από έναν ανύπαρκτο κατά την ίδια τενόρο, αποφάσισε να αποσιωπήσει το γεγονός και να αφήσει τον χρόνο να θολώσει το συμβάν.
 Στην τελευταία παράσταση του έργου, φτάνοντας νωρίτερα στο θέατρο για την απαραίτητη προετοιμασία της, διαπίστωσε τον βανδαλισμό της μαρκίζας με ένα σύνθημα που κανείς δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει παρά μόνον η ίδια ενδόμυχα, γραμμένο με κόκκινο σπρέι πάνω στο πορτραίτο της, που έλεγε:
[Η ΠΑΡΑΦΩΝΙΑ ΤΗΝ ΗΔΟΝΗ ΛΕΥΤΕΡΩΝΕΙ
ΦΑΛΤΣΟΙ-ΑΗΔΟΝΙΑ-ΚΑΝΤΑΔΟΡΟΙ]
 Εκείνο το βράδυ έδωσε την καλύτερη παράσταση της ζωής της. Απαλλαγμένη από τον βραχνά της τελειομανίας, αφέθηκε στην χειμαρρώδη ορμή του ερωτικού της ρόλου, επιτρέποντας στην φωνή της τις απαραίτητες πηγαίες κόνξες για να ελιχθεί αδογμάτιστα πάνω στην αυστηρότητα του έργου, κατάφερε στην διάρκεια της ύστατης μακρόσυρτης και καταφανώς ασταθούς κορώνας, διανθισμένης με πολυποίκιλα φαλτσαρίσματα, να συντονίσει όλους τους θεατές της παράστασης και να τους συμπαρασύρει σε έναν ταυτόχρονο οργασμό. Όλοι αυτοί οι αλαλαγμοί του γλυκού πόνου, συνοδευόμενοι από τα μουγκρητά ευχαρίστησης και τα άναρθρα επιφωνήματα έκστασης, ήταν η αρτιότερη συμπαντική μελωδία, το κοσμικό πασπαρτού που ξεκλείδωσε για λίγο τα ισόβια δεσμά της βαρυτικής έλξης, οδηγώντας το κοινό σε μια ανεπανάληπτη εμπειρία εξωσωματικής παράκρουσης.
                                                                                  Στέλιος Καραθεοδώρου


Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Ιβάνκα Μπορίσοβνα, το κορίτσι με το σκάφανδρο

 Πίστευε πως το νευρικό της σύστημα είχε απολέσει σταδιακά το αυτόνομο σκέλος του, εξαιτίας ενός εξωγήινου ιού που εισήλθε στην ατμόσφαιρα πριν 6 χρόνια, στις 15 Φεβρουαρίου του 2013 και κατά τις 9:15 ώρα Γιεκατερίνμπουργκ , όταν ένα μετεωροειδές εξερράγη 30 χλμ πάνω από την πόλη Τσελιάμπινσκ της Ρωσίας. Ήταν ένα συνωμοσιολογικό σενάριο παρηγορικής φύσεως, απ’ αυτά που σκαρώνει το μυαλό για να μας φιλιώνει με τις τραυματικές εμπειρίες μας, εν προκειμένω για να καταλαγιάσει μέσα της το αίσθημα αδικίας που της προκαλούσε η ατυχία της να είναι θύμα ενός πολύ σπάνιου νευρολογικού συνδρόμου, που αποδομούσε επιλεκτικά βασικές βιολογικές λειτουργίες της.
 Πλέον ο κάθε παλμός της, η κάθε ανάσα της, η αρτηριακή πίεση, η θερμοκρασία, η πέψη, ο μεταβολισμός, όλες οι αυτόματες ζωτικές παράμετροι του σώματος της, ρυθμίζονταν αποκλειστικά μηχανικά από μια ρομποτική κατασκευή εν είδει σκάφανδρου, που είχε καταλήξει να περικλείει αναπόδραστα την ύπαρξη της όσο η συμπτωματολογία της επιδεινωνόταν προοδευτικά.
 Όταν ρωτήθηκε σχετικά σε τηλεοπτική της συνέντευξη δήλωσε:
-«моя тюрьма моя жизнь»(η φυλακή μου είναι η ζωή μου). Συνήθιζε να παρομοιάζει τον εαυτό της με τις χελώνες, «μοιάζουμε τόσο πολύ», έλεγε, «φυλακισμένες μέσα στο αναπόσπαστο προστατευτικό μας καβούκι, εκτεθειμένες το ίδιο στον θάνατο σε περίπτωση που βρεθούμε εκτός του» και συμπλήρωσε με νόημα, «κάθε αδυναμία που θωρακίζουμε προστίθεται ως ακόμα ένα κάγκελο στο υπαρξιακό κλουβί μας, μας σχηματοποιεί και μας δίνει υπόσταση μέσα στον πολτό του χάους, την πρώτη ύλη της φύσης μας».
 Η Ιβάνκα Μπορίσοβνα είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο πρόγραμμα ‘Ευζωίας&Αθανασίας’ του Εθνικού Ερευνητικού Πανεπιστημίου Πληροφοριακών Τεχνολογιών, Μηχανικής και Οπτικής στην Αγία Πετρούπολη. Το επόμενο στάδιο της έρευνας περιλάμβανε την βελτίωση των λειτουργιών του σκάφανδρου και την ελαχιστοποίηση του όγκου του, ενώ παράλληλα θα έτρεχε ένα μετεξελικτικό πρόγραμμα υπέρβασης της μηχανικής υποστήριξης και διατήρησης της ζωής μέσω της ψηφιοποίησης της συνείδησης, με απώτερο σκοπό την επίτευξη της αθανασίας στο υπάρχον διαδικτυακό περιβάλλον, όπου οι πάσης φύσεως υποψήφιοι θα έχουν την δυνατότητα της επιλογής να συνεχίζουν την βιωματική εμπειρία με όλες τις εκφάνσεις της προσωπικότητας και των ικανοτήτων τους, διατηρώντας την εξελικτική τους ιδιότητα εσαεί, ικανοί να συμμετέχουν και να έχουν λόγο στην ρουτίνα της υλικής καθημερινότητας ως ισότιμα μέλη της, χωρίς τον βραχνά της φθοράς που η βαρύτητα και ο χρόνος της επιβάλλουν.
 -«Είμαστε ένα βήμα πριν την κατάκτηση της αθανασίας, την ολοκληρωτική επικράτηση μας στο φάσμα της ύπαρξης, θα γίνουμε οι θεοί που πάντα οραματιζόμασταν πραγματώνοντας την μεταθανάτια ζωή, υλοποιώντας το μεταφυσικό γίγνεσθαι και η Ιβάνκα θα είναι η πρωτόπλαστη αυτού του νέου κόσμου μας, που θα υφίσταται για όσο θα υπάρχουν πρίζες βέβαια», τόνισε μειδιάζοντας ο δόκτωρ Αλεξέι Κουζνέτσοφ, ιδρυτής του προγράμματος ‘Ευζωία&Αθανασία’, υπονοώντας πως μια αστείρευτη πηγή ενέργειας είναι το επόμενο ζητούμενο για την απόλυτη επίτευξη του στόχου. «Είμαστε γαλαξιακές μπάμπουσκες», συνέχισε, «περικλείουμε μέσα μας ως σάρκινα μηδενικά το άπειρο τίποτα, μετουσιώνοντας το στο σημαίνον και σημαινόμενο κάτι, κυοφορούμε την επόμενη σημειολογική μας αναθεώρηση, την φιλόξενη διάσταση που θα δώσει μορφή στην νέα μας όψη».
 Το νεαρό κορίτσι με το σκάφανδρο έφυγε καταχειροκροτούμενο από το τηλεοπτικό πάνελ. Την στιγμή της αποχώρησης σε ένα κοντινό πλάνο, πίσω από το κοίλο τζάμι του προστατευτικού της κράνους, φάνηκαν τα δάκρυα που έτρεχαν σαν καταρράκτες από τα πελώρια μάτια της. Ρίγη συγκίνησης ξεσήκωσαν εκατομμύρια κόσμου που στάθηκαν όρθιοι μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες ως φόρο τιμής για την θυσία της στον βωμό του καλού της ανθρωπότητας. Κανείς δεν σκέφτηκε πως τα υπερβολικά της δάκρυα, πιθανόν ήταν απόρροια της υπέρμετρης αντίδρασης του λογισμικού του σκάφανδρου, που υπό την απειλή μιας επικείμενης οφθαλμικής αφυδάτωσης από τους δυνατούς προβολείς του στούντιο, έδωσε εντολή για άμεση και καθολική ενυδάτωση. Ίσως οι επιστήμονες να το αντιλήφθηκαν, μα για ευνόητους λόγους αποφάσισαν εκείνη την στιγμή να αποσιωπήσουν αυτήν την λεπτομέρεια.
 Η Ιβάνκα Μπορίσοβνα, το κορίτσι με το σκάφανδρο, δεν έχει να χάσει τίποτα και έχει την χειροπιαστή προοπτική, να κερδίσει πρώτη τα πάντα.
                                                                                                    Στέλιος Καραθεοδώρου


Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Καμιά φορά

 Καμιά φορά κλείνω τα μάτια και προσδοκώ έναν ακαριαίο θάνατο. Την στιγμή της συσκότισης, της συνειδητής ελλειμματικής προσοχής στο επίκεντρο του αναπόφευκτου γίγνεσθαι, με κατακλύζει η γλυκιά προσμονή μιας αβίαστης απαλλαγής απ’ τα δεσμά της σάρκας μου, μια εσωτερική ανάγκη αυτόβουλης ανυπαρξίας που αδυνατώντας να εκφραστεί παραμένει ως έχει, ένας ατελέσφορος διακαής πόθος που με καίει από μέσα και με σπρώχνει να αποδράσω απ’ τον ίδιο μου τον εαυτό, ενώ παράλληλα με αναγκάζει να συνεχίζω στην τροχιά της φθοράς μου, όπως τα πυρωμένα κάρβουνα επιβάλλουν την ανακουφιστική και απαραίτητη πιρουέτα στα πόδια του αναστενάρη, για την επίτευξη ενός ακόμα βηματισμού στην φωτιά.

 Η ευχή ενός αυτόματου θανάτου δεν πιάνει ποτέ. Με τα μάτια κλειστά καταφέρνω μόνο να το ονειρεύομαι και αντί να πνέω τα λοίσθια εμπνέω τα νέα μου ξεκινήματα, σ’ έναν κόσμο χειροπιαστό που με καθήλωσε από γεννησιμιού στην ανθρωπόμορφη χούφτα του, μέχρι ν’ αποφασίσει να με συνθλίψει. Το όνειρο είναι η πνοή της ζωής σε μια ασφυκτική πραγματικότητα, μια παυσίπονη ένεση αφθαρσίας, μια απαλλαγμένη στιγμή από την αδυσώπητη βαρύτητα, που χωρίς την φαντασίωση της εξιδανικευμένης ελαφρότητας της, θα ήταν αδύνατη η μακροημέρευση μέσα στην παράφορη έλξη της.

 Κάπως έτσι το όνειρο συνεχίζει να εκπορεύεται από το υπαρκτό τρέφοντας την εξέλιξη και η αυτοκαταστροφική πραγματικότητα εξασφαλίζει την παρακμή της υλικής μας υπόστασης μέσα στην συνθήκη του χρόνου. Μάταια όσο ζω την ψευδαίσθηση μιας αυτόβουλης κατάληξης αποκλείοντας συνειδητά την αίσθηση της όρασης, καταφέρνω να αποστασιοποιούμαι από το ένα χωρίς να καταπέφτω στην ανάγκη του άλλου. Το ίδιο το σώμα είναι το πλοίο της αγάπης και συνάμα η γαλέρα μας, που με της καρδιάς το νταούλι και της σκέψης τον βούρδουλα, υπό τον φόβο της καταβύθισης στο αρχιπέλαγος του χάους, μας ταξιδεύει στην προδιαγεγραμμένη του ρότα, από την εκπλήρωση των ονείρων μας στην καταβαράθρωση τους και τανάπαλιν μέχρι το τελειωτικό μας ναυάγιο, είμαστε παγιδευμένοι σ’ ένα μοτίβο δημιουργικής καταστροφικότητας, απ’ το οποίο μόνο ο θάνατος μπορεί να μας εξαιρέσει.

 Το τίμημα της ολοκληρωτικής ελευθερίας είναι η ανυπαρξία, της ολοκληρωτικής αλήθειας η μονοτονία του αδιάφορου και της ολοκληρωτικής δικαιοσύνης η ποινικοποίηση των πάντων. Η χειραγώγηση, το ψέμα, το άδικο είναι εγγενή χαρακτηριστικά της υλιστικής μας ευδαιμονίας, δεν είμαστε οι θεατές των φαινομένων τους αλλά συναποτελούμε την γενεσιουργό τους αιτία. Ένας πλήρης εξοβελισμός της φαντασίας, θα οδηγούσε στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας της παρατήρησης  και στην αναβάθμιση της επιστήμης από εργαλείο επίγνωσης, σε εργαλείο επιβολής ενός αυστηρού πρωτοκόλλου επιβίωσης.

 Είμαστε μηχανές πραγμάτωσης του ιδεατού στα στενά όρια της αισθητηριακής μας αντίληψης. Ικανοί να δίνουμε ζωή στις μεγαλύτερες ονειρώξεις μας και ανίκανοι να διατηρήσουμε ανέγγιχτο τον αντίκτυπο τους από την νομοτέλεια της σάρκας μας. Πώς να μπολιάσεις με δικαιοσύνη τα πράγματα, με σοσιαλισμό την ύπαρξη, με φαντασία την εξουσία. Οι ρομαντικές αντιφάσεις μας, η φαντασίωση της δυνητικότητας μιας ηθικής μετουσίωσης της ύλης με την δύναμη των ονείρων μας, αν και ανέφικτη στην αδιαπραγμάτευτη εκδοχή της, είναι η απαραίτητη κινητήρια δύναμη για έναν εφικτό κόσμο με όσο το δυνατόν λιγότερο κακό, μίσος και αδικία. Κάθε φορά που θα υποκύπτουμε στον ολοκληρωτισμό της εξωγήινης αγιοποίησης, κάθε φορά που θα παρασυρόμαστε στην δίνη της απολυτότητας ακόμα και των πιο ηθικών αξιών μας, θα καταλήγουμε στην καθεστωτική τους διάσταση που είναι απόρροια της πιο γλυκιάς και επικίνδυνης ψευδαίσθησης, της αλαζονικής μοναδικότητας εναντίον του όλου.
                                                              
                                                                                        Στέλιος Καραθεοδώρου