Δίχως φως, ανάσα, φωνή,
με δονήσεις και ακούσματα,
βηματίζω σε τεντωμένο σχοινί,
πάνω στην γραμμή του ορίζοντα.
Κύρτωσαν οι ξυλώδεις μίσχοι τις αδειανές τους κορφές,θυμίζουν απολιθωμένες φιγούρες την ύστατη στιγμή,που αγκάλιασαν σφιχτά τον εαυτό τους για να συγκρατήσουντις ψυχές τους λίγο πριν αυτές οριστικά αποδράσουν,μοιάζει με ήχο από κόκκαλο που σπάει,όταν λυγίζει ο άνεμος τα γυμνά κλαδιάκαι αντηχεί στην παγωμένη κοιλάδα ο υπόκωφος τριγμός τους,ένα ρίγος συνεχίζει να με διαπερνάει,σαν τα χνάρια από ομόκεντρους κύκλους που άφησεστην επιφάνεια της λίμνης η άφαντη πέτρα,στον λευκό κλοιό γίνονται αόρατοι οι ασβεστωμένοι κορμοί,σε αναζητώ σ’ ένα δάσος με ιπτάμενα δέντρα,η καρδιά μου χτυπάει τις νύχτες που σε βρίσκω στα όνειρα,μένει μόνο ο αντίλαλος της στον θώρακα όταν σε χάνω την μέρα.