Έχω μια φίλη που τα μαλλιά της είναι από καστανόχωμα και όταν τα τινάζει περνώντας από ανάμεσα τ’ ακροδάχτυλα, θαρρείς ακούς το ψιθύρισμα απ’ τα δικράνια που λιχνίζουν το στάρι στ’ αλώνι και αναβλύζει μεμιάς η υποφώσκουσα μυρωδιά του ψιλόβροχου, που σε αρπάζει με το στανιό απ’ την μύτη, όπως η ιξώδης πυγμή της γλώσσας του χαμαιλέοντα, που τραβάει το θύμα στο στόμα του θύτη και κολλάει τ’ αυτί σου στο στήθος της, στην θαλπωρή της φουφούς τον μακρονύχτη χειμώνα, να σου τρυπάει απ’ άκρη σ’ άκρη τα τύμπανα με άγριο κάρδαμο, να μένεις πίσω της πτώμα, οδηγούνε στον τάφο σου τα ξυπόλητα χνάρια της, ζωγραφισμένα στην άνυδρη γη από ατίθαση χλόη, η αγάπη είναι ψεύδαμο μαζί και λίγη αληθινόη.