Ήταν στ’ απόνερα ενός μακρόσυρτου χειμώνα, οι μέρες μικρές, το σκοτάδι δεν μέριαζε μπρος στο δειλό τους φως ακόμα και της άνοιξης οι πρώτοι τρυφεροί βλαστοί, πάσχιζαν να σπρώξουν με τις κορφές τους το χώμα.
Στο τασάκι της αυλής, το βρόχινο νερό ξεχειλίζει, το τελευταίο σου τσιγάρο δεν έσβησε καλά και ακόμα καπνίζει, τα γυμνά κλαδιά της ροδιάς που γέρνουν επάνω σου μοιάζει να θυμιατίζει, ένας πολτός από γόπες με κραγιόν και της στάχτης το θρύμμα, στον πυθμένα του λιώνουν τρία κίτρινα φύλλα, σαν τρείς έκπτωτοι άγγελοι , σαν χρυσό με λιβάνι και σμύρνα.
Κάθε καψάλισμα της καύτρας που πλησιάζει τα χείλη, στους ρόζους των ακροδάχτυλων πύρινο κομποσκοίνι, μια προσευχή στον λαιμό που δεν λέει να βγει και σε πνίγει, μια ανάσα καυτή πιο κοντά στο μυαλό, φιτίλι που καίει την λήθη μαζί και την μνήμη.
Θυμήθηκες την υπόσχεση που δώσαμε ανέγγιχτη να μένει η γλυκόκαρπη σοδειά, στο δέντρο την αφήναμε βορά στα πεινασμένα πουλιά, υπομονετικά καρτερούσαν να σκάσει των ροδιών ο παραγινωμένος φλοιός και έμπηγαν τότε τα σπουργίτια το ράμφος απ’ την οπή της φλούδας εντός, από την σχάση του κατακόκκινου πυρήνα ρουφούσαν τον χυμό με όλη τους την ψυχή και περνούσαν οι μήνες, άδειαζαν οι καρποί, κρέμονταν σαν ξύλινα κουφάρια απ’ το κλαδί, στο πρώτο αεράκι του χειμώνα έπεφταν με κρότο και σκόρπιζε ο σπόρος τους σε όλη την αυλή.
Σε βρήκε μονάχη η απόκοσμη ψύχρα εκείνου του δειλινού, στην αγκαλιά της κοιμήθηκες δίχως τύψεις στο νου και ονειρεύτηκες πως ήσουν ροδιά, πως απ’ την δέντρινη ράχη σου βγήκαν κλαδιά, το τελευταίο σου δάκρυ μαλάκωσε την άνυδρη γη και ρίζωσε βαθιά ο κορμός σου πολύτιμο νερό για να βρει, η τελευταία σου κραυγή, δεν είχες φωνή, έγινε φύλλωμα και πορφυροί ανθοί.
Γύρισα στο σπίτι αργά απ’ την δουλειά. Στην μικρή μας αυλή μια νεαρή ανθισμένη ροδιά και τα ρούχα σου σκισμένα πάνω στα κλαδιά, αμέσως κατάλαβα τι είχε συμβεί, γονάτισα μπροστά της και έκλαψα πικρά, το πρωί τα παντζούρια στο σπίτι κλειστά, ότι απέμεινε να μας θυμίζει, δυο παράξενα δέντρα αντικριστά.