Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Η ροδιά

 Ήταν στ’ απόνερα ενός μακρόσυρτου χειμώνα, οι μέρες μικρές, το σκοτάδι δεν μέριαζε μπρος στο δειλό τους φως ακόμα και της άνοιξης οι πρώτοι τρυφεροί βλαστοί, πάσχιζαν να σπρώξουν με τις κορφές τους το χώμα.
 Στο τασάκι της αυλής, το βρόχινο νερό ξεχειλίζει, το τελευταίο σου τσιγάρο δεν έσβησε καλά και ακόμα καπνίζει, τα γυμνά κλαδιά της ροδιάς που γέρνουν επάνω σου μοιάζει να θυμιατίζει, ένας πολτός από γόπες με κραγιόν και της στάχτης το θρύμμα, στον πυθμένα του λιώνουν τρία κίτρινα φύλλα, σαν τρείς έκπτωτοι άγγελοι , σαν χρυσό με λιβάνι και σμύρνα. 
 Κάθε καψάλισμα της καύτρας που πλησιάζει τα χείλη, στους ρόζους των ακροδάχτυλων πύρινο κομποσκοίνι, μια προσευχή στον λαιμό που δεν λέει να βγει και σε πνίγει, μια ανάσα καυτή πιο κοντά στο μυαλό, φιτίλι που καίει την λήθη μαζί και την μνήμη. 
 Θυμήθηκες την υπόσχεση που δώσαμε ανέγγιχτη να μένει η γλυκόκαρπη σοδειά, στο δέντρο την αφήναμε βορά στα πεινασμένα πουλιά, υπομονετικά καρτερούσαν να σκάσει των ροδιών ο παραγινωμένος φλοιός και έμπηγαν τότε τα σπουργίτια το ράμφος απ’ την οπή της φλούδας εντός, από την σχάση του κατακόκκινου πυρήνα ρουφούσαν τον χυμό με όλη τους την ψυχή και περνούσαν οι μήνες, άδειαζαν οι καρποί, κρέμονταν σαν ξύλινα κουφάρια απ’ το κλαδί, στο πρώτο αεράκι του χειμώνα έπεφταν με κρότο και σκόρπιζε ο σπόρος τους σε όλη την αυλή. 
 Σε βρήκε μονάχη η απόκοσμη ψύχρα εκείνου του δειλινού, στην αγκαλιά της κοιμήθηκες δίχως τύψεις στο νου και ονειρεύτηκες πως ήσουν ροδιά, πως απ’ την δέντρινη ράχη σου βγήκαν κλαδιά, το τελευταίο σου δάκρυ μαλάκωσε την άνυδρη γη και ρίζωσε βαθιά ο κορμός σου πολύτιμο νερό για να βρει, η τελευταία σου κραυγή, δεν είχες φωνή, έγινε φύλλωμα και πορφυροί ανθοί. 
 Γύρισα στο σπίτι αργά απ’ την δουλειά. Στην μικρή μας αυλή μια νεαρή ανθισμένη ροδιά και τα ρούχα σου σκισμένα πάνω στα κλαδιά, αμέσως κατάλαβα τι είχε συμβεί, γονάτισα μπροστά της και έκλαψα πικρά, το πρωί τα παντζούρια στο σπίτι κλειστά, ότι απέμεινε να μας θυμίζει, δυο παράξενα δέντρα αντικριστά.
                                                                                  Στέλιος Καραθεοδώρου



Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

#haiku

       Άδειες οι κόγχες      


στον γδούπο του βλέμματος

 δύο λουλούδια.
               
                               Σ.Κ.



Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Βιομηχανικός λυρισμός

 Βιομηχανικός λυρισμός είναι 
οι αντλίες στα βενζινάδικα 
που στάζουν λικέρ από κράνα, 
το φρουτώδες εκνέφωμα 
της ιπτάμενης φάλαινας 
που χασμουριώντας 
καταπίνει τα πορφυρά δειλινά, 
η ακατάσχετη πλουμιστή 
σιελόρροια της νευροτοξίνης 
από δάγκωμα δηλητηριώδους 
ουράνιου τόξου, 
δυο αγόρια που κάνουν φούσκες 
με Μπιγκ Μπάμπολ 
στο τελευταίο παγκάκι της αποβάθρας, 
η ανεπαίσθητη μυρωδιά 
από λιπ γκλος φράουλας 
στον ελαιώνα της Γεσθημανής. 
                                 Σ.Κ.


Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Υποβρύχιο Έμενταλ

 Η ακλόνητη διάστικτη ανάκλαση της φωταψίας στις κυματοειδείς πτυχώσεις του νερού, κρατούσε το αδηφάγο μου βλέμμα στην επιφάνεια, όπως το αδρανές συνονθύλευμα της εγκυστωμένης πρωινής απόπνοιας του δάσους στην περιρρέουσα άπνοια, εκείνο το ράθυμο πέπλο της πρωινής ομιχλώδους νωθρότητας που υπερίπταται της παγωμένης γης, αντικατοπτρίζει τις προσπίπτουσες ακτίνες του ανατέλλοντος ήλιου, απωθώντας τις μάταια όσο το κατατρώνε βασανιστικά.
 Τι τραγελαφική αμέλεια, να ξεχάσω να κλείσω τα μάτια πριν βυθιστώ, να απολέσω κάθε οπτική μνήμη που λειτουργεί σαν σωσίβιο και εμποδίζει την κυτταρική ροπή ενδοτικότητας μου στο αβυσσαλέο χάος, έτσι όπως με κρατά αμφιταλαντευόμενο σαν αιωρούμενο εκκρεμές απ’ τα ίδια μου μάτια, μια άβουλη μαριονέτα που χορεύει σπασμωδικά ανάμεσα σε δυο κόσμους, στις οριακές υπερεκτάσεις των επίπλαστων ζωτικών της νημάτων, αδύναμη να αφεθεί άναρθρα σαν μια κραυγή, να γίνει η λέξη που περικλείει όλες τις λέξεις του κόσμου, το ανείπωτο σύνθημα που κάνει τους ανέκφραστους τοίχους να ρυτιδιάζουν, η αστρική χοάνη που μαγικά σε οδηγεί στην ολότητα αγόγγυστα, χωρίς εγχειρίδιο, χωρίς τους ενδιάμεσους σταθμούς, τον εκβιαστικό βηματισμό πάνω σε μια αριθμημένη ακολουθία αναγωγών, ενός άρτιου υπολογιστικού συστήματος.
 Η σύλληψη της ζωής, το φυσαλιδώδες περίβλημα που εγκολπώνει ένα μέρος του τίποτα μετουσιώνοντας το σε κάτι, το δόλωμα της υλικής αυθυπαρξίας που χρίζει νούμερο το ματαιόδοξο μηδενικό, ο δημιουργικός πουαντιγισμός που συσπειρώνει όλες αυτές τις ετερόκλητες κεράτινες φολίδες σε κυψελοειδή διάταξη σχηματίζοντας μια ανθρωπόμορφη αβγοθήκη, αποτελεί μια συμπαντική ατραξιόν, ένα χρυσό στολίδι στην ελικοειδή γιρλάντα της ύπαρξης. Ο θάνατος δεν το απελευθερώνει ποτέ, αφήνει άθικτο πίσω του ένα σφαιρικό κενό, ένα μνημείο που γύρω του διαμορφώνεται ένα ικτερικό τρισδιάστατο τοπίο ωχρών απ’ τον χρόνο αναμνήσεων, ένα κουβάρι γεγονότων που περιπλέκεται κυκλώνοντας την ανυπαρξία, σαν παλιά τσαλακωμένη εφημερίδα που ταξιδεύει στον άνεμο, ένα κίτρινο φωσφορούχο τρυπητό βαθυσκάφος που μπάζει νερά, ένα υποβρύχιο έμενταλ στην λούπα μιας αέναης καταδυόμενης πιρουέτας, σε μια θάλασσα χωρίς βυθό.
                                                                                          Στέλιος Καραθεοδώρου