Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

στης μοναξιάς τη λησμοσύνη

Στον παραμερισμό της αδυναμίας,

στην περιθωριοποίηση του διαφορετικού,

στην αντήχηση της αδειοσύνης,

γίνεσαι αντιληπτός,

μόνο από το απρόβλεπτο εξόγκωμα της μάζας σου,

σε μια οπτική ή απτική ακολουθία.

Στην άκρη του δρόμου, στο απόμερο παγκάκι,

στο κρυμμένο κρεβάτι στο πίσω δώμα, κάτω απ' τις γέφυρες,

στα ευαγή ιδρύματα, στα σωφρονιστήρια της σκέψης,

σε διαπερνούν τα προσηλωμένα βλέμματα,

στην απρόσκοπτη ενατένηση

της προσωπικής τους ματαιοδοξίας.

Στο μεταίχμιο της λήθης,

στην άρνηση της αποδοχής σου από τους άλλους,

αλλά και στην εκούσια απόρριψη των άλλων από σένα,

εκεί που γίνονται συνώνυμα η μοναξιά με την ελευθερία

και λίγο πριν η υπόσταση σου μετουσιωθεί στο ακόρεστο τίποτα,

είσαι μια μελωδία που εξασθενεί μέσα στον αντίλαλο της

και δεν καταφέρνει ποτέ να δονήσει έναν τυμπανικό υμένα,

ένα χάδι ξοδεμένο στον αέρα,

που ποτέ δεν θα κάνει ένα κορμί να αναριγήσει

και μια αγκαλιά που μάταια σφίγγει το κενό,

μα ποτέ δεν γεμίζει.

Σ.Κ.



Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

ον ωμά

Αληθινά αγκαλιάζει όποιος έχει στο σώμα

αγκάθια που τρυπάνε προς τα μέσα.

Αληθινά φιλάει όποιος αφήνει μέσα απ' τα χείλη

να ξεφύγει η τελευταία του ανάσα.

Σκληρό και άγευστο το ανήθικο όφελος

της αναπόφευκτης υπογλυκαιμίας,

η προσδοκία πάντα καταλήγει σφηνωμένη

στα δόντια σαν μια ωμή πατάτα.

Ένα συνεχές σπρώξε πίσω αυτό που φοβάσαι μη γίνεις,

στις τσέπες των νεκρών καίνε ξερά φύλλα λεβάντα.

Αναστροφή της Παρασκευής με Δευτέρα,

αφουγκράζομαι τις φωνές του πλήθους στην αρένα,

σε αγγίζω μα δεν βρίσκω εσένα,

έχεις την καρδιά στα δεξιά

και το στόμα πίσω στον αυχένα.

Σ.Κ.



Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

Μανιτού

 Την τελευταία φορά που σε είδα, πριν πολλά χρόνια, στεκόσουν δίπλα σε ένα ξερακιανό δέντρο πίσω από το main stage. Έμπηγες τα νύχια ξύνοντας με μανία τον ξερό φλοιό του κορμού και μασούσες αλόγιστα κάθε κομμάτι ξύλου που κατάφερνες να αποσπάσεις. Είχε γεμίσει σκλήθρες το στόμα σου, είχαν σκιστεί τα ούλα σου, χτυπούσες με δύναμη τα γυμνά σου πέλματα στο χώμα και με αντίκριζες κατάματα με ένα άδειο βλέμμα που με διαπερνούσε. 

 Χόρευα στα 152bpm, με τα μάτια σου μέσα στα δικά μου, να βλέπω αμφίδρομα, απ' την μία τις ηλεκτρικές δονήσεις να ζυμώνουν ρυθμικά τις εγκεφαλικές πτυχώσεις μέσα στο κρανίο μου και παράλληλα το απόκοσμο πρόσωπο σου, που από τις κενές ερεβώδεις κόγχες του, κυλούσε αίμα με ροκανίδια. 

 Σήκωσα τα χέρια μου εκστατικά ψηλά και άρπαξα το πτερύγιο από ένα τυχαία διερχόμενο μελωδικό riff, που είχε την μορφή δελφινιού και με παράσερνε στα βαθιά, όλο και πιο μακριά σου. Αφέθηκα να αιωρούμαι στο εσωτερικό ενός κοπαδιού από σαρδέλες, που ερωτοτροπούσαν σε σχηματισμό δίνης και με εξαΰλωνε σε κάθε της περιστροφή. 

 Δεν υπήρξαμε ξανά. Έμεινε μόνο το διάτρητο κέλυφος μας έρμαιο στο χωροχρονικό συνεχές, σαν τα παραγκωνισμένα κουφάρια των πλοίων στις κρημνώδεις ακτές, που μπαινοβγαίνει η θάλασσα μέσα τους χωρίς νόημα.

Στέλιος Καραθεοδώρου



Στις παρυφές του δάσους,

κάθε χαραυγή,

το πλάσμα μεταμορφωνόταν, 

έπαιρνε πάλι του δέντρου την μορφή.

Σκισμένο κάθετα από κεραυνό,

χωρίς σκιά ήδη νεκρό,

μια ασάλευτη μαριονέτα

να προειδοποιεί τον περαστικό,

πως ζωντανός δεν θα γυρίσει,

πιο μέσα αν πάει από δω.

Στο βαθύ δάσος η καταχνιά, 

καθηλώνει στο έδαφος τα μικρά ωδικά πουλιά, 

απεγνωσμένα προσπαθούν να πετάξουν ψηλά,

μόνο λίγα μάταια φτερουγίσματα καταφέρνουν

και κάτω καταλήγουν για ακόμα μια φορά.

Στο πέπλο της πυκνής ομίχλης,

όπως στης θάλασσας τον βυθό,

οι ήχοι γρήγορα ταξιδεύουν, 

με μια απόκοσμη χροιά.

Σέρνεις το βήμα σου στα σάπια φύλλα,

σαν δύτης χωρίς ανάσα,

ασθμαίνοντας βαριά,

νιώθεις στον σβέρκο το χνώτο μιας ύπαρξης, 

να σε ναρκώνει γλυκά.

Έχει ήδη νυχτώσει,

το δέντρο έγινε πλάσμα ξανά.

Σ.Κ.






Σαν ξερακιανά χέρια θαμμένου νεκροζώντανου,

που έσκαβε απεγνωσμένος το άγονο έδαφος για να βγει,

την στιγμή που κατάφεραν να απελευθερωθούν στον καθαρό αέρα,

οι απόκοσμες φιγούρες των γυμνών δέντρων, 

πάγωσαν μόλις τις αντίκρισα. 

Συμβαίνει πάντα με το φοβισμένο ζώο,

τον τρόμο που ακινητοποιεί σαν νευροτοξίνη το θήραμα, 

να μπαίνει η γη και ο ουρανός από το ανοιχτό του στόμα 

και να βλασταίνουν ανάποδα μέσα του. 

Η ρίζα που καίγεται στο φως, 

το χώμα που φράζει ερμητικά τα ράμφη των πουλιών,

το θρόισμα της άνοιξης που γίνεται τάφος σιωπηλός,

όλα ένα ανείπωτο ανάθεμα.

Σ.Κ.