Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

Καρέ

Αν τα παράθυρα ήταν καρέ από φιλμ, τότε κάθε λεωφορείο που θα περνούσε από μπροστά μας θα ήταν μια ταινία μικρού μήκους.

                                                                     Σ.Κ.



Όσο τα σάβανα είναι κουκούλια, είμαστε πεταλούδες.

                                                                 Σ.Κ.


Ιδιωτικότητα

Η ιδιωτικότητα μιας στιγμής 
δεν καθορίζεται από τον περιορισμό της, 
αλλά από την ηθική των μαρτύρων της.

                                                                                          Σ.Κ.


Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Το νυστέρι και το φτυάρι


   Στους προθάλαμους των ιατρείων και στις κηδείες οι άνθρωποι γίνονται ένα.
 Πάνω απ’ τα φέρετρα οι άσπονδες έχθρες παραγκωνίζονται, τα μάτια δακρύζουν, τα χέρια μπλέκονται, οι λέξεις ενώνονται με λυγμούς.
 Έξω απ’ τα ογκολογικά η πυγμή γίνεται συγκατάβαση, τα καλάμια προσγειώνονται ανώμαλα και ο ταξικός διχασμός κατακρημνίζεται στην χοάνη της ματαιότητας.
 Μπρος στο νυστέρι και το φτυάρι η ύπαρξη ξεγυμνώνεται, οι πανοπλίες φυλλοροούν και η κοντινότερη αγκαλιά γίνεται άκριτα αποκούμπι.
 Δεν είναι το τώρα που μας ενώνει, μα ο φόβος του θανάτου που μας γυμνώνει. Όχι ο θάνατος αυτός καθ’ εαυτόν που εξ’ ορισμού μας χωρίζει, μα το άγνωστο «πώς» και το «πότε» του, η βαρβαρότητα και η αμεσότητα της προοπτικής του.
 Η ποθητή μακροημέρευση, μαζί με τα ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά τέλη, είναι η ανέξοδη προσευχή της ανέμελης άγνοιας, μα και της γνώσης που οι συνθήκες της εξασφαλίζουν την απαραίτητη παράταση ζωής, το αναγκαίο κουράγιο για την ανασύνταξη των δυνάμεων στην μάχη της επιβίωσης. 
 Αν το αρχέγονο δρεπάνι στομώσει, αν αργήσει να σε τελειώσει, τότε η απελπισία γίνεται μέγγενη που συνθλίβει τα μέσα σου, κατατρώει την ουσία της ύπαρξης σου και ότι απομένει είναι ένα έρμαιο, μια σκιά, μια μορφή προχωρημένης αποσύνθεσης εν ζωή.
 Ο φόβος του τέλους, η ημερομηνία της λήξης, το ενδεχόμενο της παρατεταμένης παρακμής και του πόνου πριν την οριστική ανυπαρξία, χαράζει ενδόμυχα την ισόβια ρότα μας, διαλέγει τις στεριές που θα μας ξεβράσει το κάθε παρόν, το κάθε στοιχειωμένο δευτερόλεπτο που γίνεται χνάρι μας. Όταν η πιθανότητα δώσει εκβιαστικά την θέση της στην αδυσώπητη και αναπόφευκτη βεβαιότητα του θανάτου, ο απότοκος τρόμος της μας μουδιάζει καθολικά, μας παγιδεύει σε μια μετέωρη αδράνεια που λουφάζει στις παρυφές της καθημερινότητας των άλλων, προσμένοντας μάταια μέχρι την ύστατη στιγμή, την λύτρωση που δεν έρχεται ποτέ. 
 Ο θάνατος δεν λύτρωσε κανέναν νεκρό. Η λύτρωση είναι βίωμα που προϋποθέτει όχι μόνο την επιβίωση, αλλά και την επανάκτηση της ποιότητας ζωής για να γίνει αντιληπτή από τον άμεσα ενδιαφερόμενο. Η λύτρωση του θανάτου αφορά τους ζωντανούς, καταλαγιάζει την οδύνη των οικείων μέσα από ένα πρίσμα αμφίβολης μεταθανάτιας δικαίωσης του εκλιπόντα. Ο θάνατος δεν ανακούφισε, ούτε δικαίωσε κανέναν νεκρό ποτέ. Ούτε ήρωες φτιάχνει ο θάνατος, ούτε η ακρότητα που τον αψηφά. Η ηρωοποίηση της αντανακλαστικής υπέρβασης του απεγνωσμένου θηράματος, είναι το σμάλτο που μας χρυσώνει το χάπι και μας χαρίζει απλόχερα την ψευδαίσθηση της αθανασίας στο πάνθεο της υστεροφημίας. Τίποτα απ’ αυτά δεν περιέχεται στην νεκρότητα. Ο θάνατος απλά μας σκοτώνει και λίγες γενιές μετά, μας καταδικάζει στην αέναη λήθη. Τα εκκλησάκια στις άκρες των δρόμων αντέχουν, όσο αντέχουν τα χέρια που ανάβουν τα καντήλια τους.


 Ο εγκλωβισμένος στην τελική του ευθεία, ισορροπεί ξυπόλητος σε λεπίδα. Βαδίζει εν γνώσει του προς το ικρίωμα, άλλες φορές λιγοψυχώντας και άλλες χαμογελώντας με το κεφάλι ψηλά. Είναι μοναχικός καβαλάρης χωρίς ξεγνοιασιά. Όσοι του συμπαραστέκονται στα ωράρια των επισκεπτηρίων της φυλακής του, έχουν το αβαντάζ του διαλλείματος από την φρίκη στην απάνεμη αγνωσία της μοίρας τους, στην θαλπωρή της ρουτίνας, στην νωθρότητα της αναβολής. Ο μελλοθάνατος όμως, δεν ξαποσταίνει ποτέ. Αναθαρρεί με το χάδι του ανατέλλοντος ήλιου, νιώθει ευγνώμων που ξυπνά στην μέρα της μαρμότας ξανά και ξανά. Δεν έχει την πολυτέλεια του μακροπρόθεσμου, ούτε την γαλήνη της νοσταλγίας. Ανακυκλώνεται γύρω απ’ το στριμωγμένο του τώρα, σε μια φυγόκεντρο τροχιά που ξεχωρίζει το κίβδηλο και συγκρατεί αυτό που ποτέ δεν μπορεί να παρθεί, το απέριττο κάλλος της ύπαρξης, την αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού που απώλεσε οριστικά την φανφάρα της ξιπασιάς του και παλεύει να προλάβει στιγμές, να αδράξει ότι πολύτιμο προκύψει στο κάθε του σήμερα.
 Ότι μένει είναι αλήθειες γυμνές, οι νυγμοί στις καρδιές και τ’ αγγίγματα. Οι φευγαλέες στιγμές που παιχνιδίζουν στων ματιών μας τις άκρες, η θωριά μιας φιγούρας ζεστής στον ορίζοντα ενός δειλινού, η ανατριχίλα απ’ την γνώριμη χροιά της φωνής σ’ ένα τυχαίο παράκουσμα. Η μυρωδιά της αγκαλιάς, η νικοτίνη στα ρούχα της δουλειάς και της μάνας ένα γλυκό της ανάθεμα. Η παιδική σκανταλιά, τα γέλια που αντηχούν από μακριά, των ανήμπορων πλασμάτων το σπάραγμα.
 Ότι χάρισες απλόχερα και τ’ ανείπωτα που μέσα σου κράτησες, γαληνεύουν τις προσδοκίες σου οι δαίμονες που κάποτε λάτρεψες, ικετεύεις να μην σε μισήσουν για την φθορά σου αυτοί που αγάπησες. 
                                                                   
                                                                                     Στέλιος Καραθεοδώρου