Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Ρέκβιεμ

 Ατενίζοντας απ’ την στεριά τον ορίζοντα, κόντρα στου μπάτη τις θυελλώδεις ριπές, σκάνε στο πρόσωπο σαν κύματα ορμητικά στις ακτές, οι ασφυκτικές μελωδίες των άπνοων, ένα αμείλικτο ρέκβιεμ επιθανάτιων ρόγχων που συνεχίζει το ανεκπλήρωτο κατευόδιο των άψυχων πια ναυαγών. Αδρανής στων απόκοσμων ήχων το ανηλεές σφυροκόπημα, τα δόντια μου θαρρείς σαν πετριά θρυμματίστηκαν απ’ το ύστατο ναύλο, τον στερνό οβολό των απεγνωσμένων επιβατών. Έφτυσα τα σπασμένα κομμάτια στην άμπωτη, τα ξέβρασε στην σειρά βότσαλα η πλημμυρίδα, στην ρότα του βυθισμένου λείψανου έμοιαζαν δεμένα με νήμα, για να οδηγούν στην ξηρά των πνιγμένων τ’ ανείπωτα. Ξέπλυνα με θάλασσα την πίκρα απ’ το στόμα, έσταξε απ’ τα ούλα μου το κόκκινο αλατόνερο στο χώμα και μεμιάς όλου του κόσμου τα δέντρα γυμνώθηκαν, από έναν χειμώνα απρόσμενο και συνάμα καθολικό. Μάζεψα από κάτω λίγα φύλλα χλωρά ακόμα, σφιχτά τα περίδεσα στου πορτραίτου μου την πληγή και μου έφερε η διαπνοή στα μάτια, αίμα ανθρώπινο με δέντρινο μαζί, μαύρο δάκρυ από αιμομιξία χρωστική, που μέσα του αποκοιμήθηκαν οι ακτίνες του ήλιου, σε μια γλυκιά ασφυγμία που βύθισε το στερέωμα στον ζόφο. Από τότε, κάθε που σουρουπώνει, μια ισόβια μέγγενη αναπόδραστα τον σβέρκο μου μαγκώνει και ο αφέγγαρος ουρανός ένα ρευστό αμάλγαμα, μια πεινασμένη εμουλσιόν που καταπίνει κοντράστ, αποτυπώνει της σιλουέτας μου το άνισο περίσσεμα και αποκτά το σκοτάδι του κτήνους την όψη, με της αφόρητης σκιάς μου τον οίστρο.

                                                                                          Στέλιος Καραθεοδώρου



Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Δίχως αύριο

 Σπάζαμε δίχως αύριο τις κροκάλες στην Χαράδρα του Αχέροντα, στο αμυδρό φως που διαχέονταν απ’ την ατελή σύγκλιση των κακοτράχαλων σχιστόλιθων πάνω απ' τα κεφάλια μας. 
 Ένα φως αργυρόχροο, σαν γεύση μεταλλική από δαγκωμένο αλουμινόχαρτο μέσα σε σοκολάτα λιωμένη, μα και συνάμα κυματιστό, όπως σαλεύει σπασμωδικά στην επιφάνεια του αδηφάγου ερεβώδους νερού, λίγο πριν το καταπιεί οριστικά, για να θρέψει με σκότος κελαρυστό των Ταρτάρων τα σπλάχνα. 
 Ο κροταλίζων ήχος της λιθοτριψίας που προκαλούσαμε, αυτό το βαραθρώδες ταμ ταμ όλου του κόσμου που καθηλώνει το αρχέγονο κύτταρο, η αδράνεια στην σιωπή της ομίχλης, η μυσταγωγία των κοράκων που ίπτανται ιεραρχικά και αφήνουν ευλαβικά τον καρπό απ’ το ράμφος τους να σπάσει στην άσφαλτο των έρημων επαρχιακών δρόμων, αυτό το υπνωτικό μπιτ της αποτυχημένης θραύσης που κάνει γκελ μέχρι να σβήσει, καθήλωνε τα διψασμένα ζώα στην ηχοενέδρα μας, τα τραβούσε άβουλα όπως ήταν μέχρι την κόψη της γης και από εκεί τα παράσερνε το σαθρό υπέδαφος στου χάους το εναρκτήριο σχίσμα. 
 Εκεί ζούσαμε, στην πρόπτωση της ανυπαρξίας, στην ρότα του ψυχοπομπού, στον προθάλαμο του βασιλείου του Άδη και την μουσική μας την διέκοπτε μόνο ο γδούπος του άτυχου ζωντανού που έπεφτε στην παγίδα μας. 
 Έτσι τρώγαμε, αγελαία και μετά ξεπλέναμε την αιμάτινη ντροπή απ’ το στόμα και τα χέρια μας στο ιερό νερό, βαφτιζόμασταν άνθρωποι και φωνάζαμε δυνατά «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ», ατενίζοντας ψηλά την μοναδική λωρίδα του ουρανού που μας αναλογούσε, πριν συνεχίσουμε να σπάμε κροκάλες, δίχως αύριο.

                                                                                      Στέλιος Καραθεοδώρου