Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

Διάβαση


Στις αράδες ποιητές, στις διαβάσεις πεζοί.

                                                                    Σ.Κ.


Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Ονειροπόλοι

 Τα όνειρα είναι η λαλιά των ανείπωτων. Κουρνιάζουν στα 
άδεια κοχύλια και αντιλαλούν μες στ’ αυτιά μας του Λεβιάθαν τις ιαχές. Οι ακατάληπτες γλώσσες τους παλινδρομούν στις οπές των κορμιών μας και ξεκλειδώνουν τα σπλάχνα μας. Ο βόμβος τους ξηλώνει τις ράχες μας και λικνιζόμαστε μετέωροι στης οπτασίας τ’ ακροδάχτυλα απ’ τους κόκκυγες. Σε κάθε σύγκρουση των ασπόνδυλων σωμάτων μας στον αέρα, μεταμοσχεύουμε τα παλλόμενα σωθικά μας αμφίδρομα. Διασχίζουμε και διασχιζόμαστε στην αδράνεια της ενδόμυχης καύλας που πραγματώνει η ψευδαίσθηση. Εμπρός ονειροπόλοι μου, να κατακτήσουμε τις κορφές των οργασμών μας στα έγκατα της ονείρωξης, εκεί που το έρεβος ζέχνει γαμήσι, να γαντζωθούμε τυφλοί στης πουτάνας το κάγκελο, μέχρι να πάψουν τα καυλιά μας να καμώνονται τα μαχαίρια, μέχρι να πάψουν τα μουνιά, οι κώλοι και οι φάρυγγες, να υποκρίνονται τις πληγές.
                                                                                             
                                                                                   Στέλιος Καραθεοδώρου



Χειμώνας

Στις πλαγιές αντηχεί το τελευταίο θρόισμα.

Στις καμινάδες καπνίζουν κατάγματα.
                                                     
                                                     Σ.Κ.


Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Στην δίνη

 Στις δίνες η φυγόκεντρος δύναμη ξεφορτώνει τα περιττά, διαχωρίζει τα συστατικά που πάντρεψε η επιτήδευση, εκσφενδονίζει σε όλες τις κατευθύνσεις ότι αδυνατεί να κρατήσει η κεντρομόλος στην ατέρμονη κυκλικότητα γύρω από τον γενεσιουργό πυρήνα της ύπαρξης, γύρω από την βασική ουσία, την εναλλαγή του καλού με το κακό, αυτήν την σταθερή διαδοχικότητα που διέπει τα πάντα και που ο άνθρωπος καταχρηστικά αξιώνει να ορίζει και στην οποία μόνο μετέωρος μπορεί να υφίσταται, ένας επαμφοτερίζων αφελής παραμυθάς, που ότι καβαλάει με το στανιό το κάνει να πετάει και είναι αυτό που πυροδοτεί την εξέλιξη μα και συνάμα τον παγιδεύει, σαν την καρδιά που σκιρτάει μάταια τον θωρακικό κλωβό για να σπάσει, μα μόνο μέσα του αισθάνεται ασφαλής.
 Στην δίνη του πλυντηρίου ξεπλένονται οι κηλίδες μας, στην δίνη του στιγμιαίου καφέ κοιμάται το πρωί η προσδοκία της αφύπνισης, στην δίνη του κοκτέιλ ξερνάμε τα σπλάχνα μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στην δίνη των γλωσσών που μπλέκονται σε στόματα ενωμένα πάλλονται τα πέη και οι κλειτορίδες μας, χορεύει εκστατικά η καύλα μας στην ελικοειδή δομή της κυτταρικής μας υπόστασης, ανήμπορη χωρίς τις υποκριτικές σταθερές της τρομάζει και μόνο αν αφεθεί θα απολαύσει το χάος που μάταια η λογική προσπαθεί να μετρήσει, γιατί έτσι είναι το γαμήσι, πράξη αγάπης και μίσους μαζί, πόνου και γλύκας, τρυφεράδας και αγριότητας, σαν δάγκωμα γάτας.
 Αν η αέναη σύγκρουση σταματήσει και μαζί της πάψει η δίνη των απόνερων που σηκώνει, τότε η αιώρηση θα είναι αδύνατη και ο γδούπος στον πάτο θα είναι ο τελευταίος ήχος του γνωστού σύμπαντος μα και ο αρχικός μαζί, αυτός της πρόσκρουσης, ένα νέο big bang που στην δίνη του ωστικού του κύματος θα επαναληφθεί από την αρχή, μία νέα αταξία πραγμάτων.
                                                                                         Στέλιος Καραθεοδώρου


Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Τα κοράκια

 Σε μια δέντρινη συστάδα 
στον πυρήνα της σιωπής, 
στον βυθό που με τρομάζει 
η απουσία της βοής.

 Ανακάλυψα τις ρίζες μου 
στων πεύκων την σκιά, 
μα με τρόμαξε ένας χτύπος 
από κέλυφος σιμά.

 Κοίταξα ψηλά και είδα 
τα κοράκια στα κλαδιά, 
να τζογάρουν την ζωή μου 
κουκουνάρι και ζαριά.

 Όπως έτρεξα μου γλίστρησαν 
του Νάρκισσου τ'αυγά, 
τώρα ο κρόκος τους χορταίνει 
τα γλυκά μαύρα πουλιά.
                                    Σ.Κ.

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Άπνοια

 Τα φθινοπωρινά πρωινά αναδύεται 
από το νοτισμένο χώμα των θαμμένων η άπνοια.
Ένας πίδακας ξέπνοης μελωδίας 
αναβλύζει του πνεύμονα τον στερνό συριγμό.
 Για της φάλαινας το τραγούδι αρκεί μια ανάσα βαθιά.
Για των νεκρών την σιωπή αρκεί των ζωντανών η λησμονιά.
                                                           
                                                                  Σ.Κ.



Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Στις παύσεις του πλυντηρίου

 Είναι πολλές φορές που ακούγοντας ένα τραγούδι, παρεμβαίνουν άσχετοι περιβαλλοντικοί ήχοι που σε εκνευρίζουν, μα είναι  και κάποιες άλλες, λίγες φορές, που μαγευτικά συμπληρώνουν την αρχική μελωδία όπως το σκάει από τον πομπό και μέχρι να συγκρουστεί στον τυμπανικό μας υμένα, την ολοκληρώνουν κατά κάποιο τρόπο, την σχηματίζουν, σαν ένα κομμάτι παζλ που ταιριάζει αποκλειστικά στις αύλακες του δικού μας εγκεφάλου και μόνο εκεί αποκτά νόημα.
 Έτσι, μεγάλος πια, μια Κυριακή απόγευμα, απ’ αυτές που δεν κατάφερα την ανάμνηση της σχολικής Δευτέρας να ξορκίσω, γνώρισα την Φλέρυ Νταντωνάκη. Ούτε που θυμάμαι το τραγούδι της είναι η αλήθεια, περισσότερο την ακουστική παραίσθηση κράτησα, όταν μαζί με το play πάτησα μηχανικά και το start  από το πλυντήριο πιάτων και ο συνδυασμός των ήχων γέμισε τα αυτιά μου. Στην κουζίνα οι ήχοι πάντα με αγχώνουν. Θυμίζουν προετοιμασία για μάχη. Αντίθετα στο μπάνιο, έχω την αίσθηση πως οι ήχοι αποκτούν μια πιο underground χροιά, σωληνο-φέρουσα, ένα βρώμικο αποχετευτικό echo που με κάνει να νιώθω πιο άνετα, πιο φιλικά, ίσως γιατί εκεί παλιά κλείδωνα την εφηβεία μου με τις ώρες. Στην κουζίνα λοιπόν του σπιτιού μου, ακούγοντας την Φλέρυ και μαζί το πλυντήριο πιάτων να την συνοδεύει, αποχαυνωμένος,  είδα σε μουδιασμένο όραμα την μάνα μου να ξεθερμίζει στην κουζίνα του πατρικού μου, εγώ μικρός στο τραπέζι να λύνω ασκήσεις που μας είχε βάλει ο δάσκαλος για το σπίτι, πλάι της πάντα, να με επιβλέπει, να’ ναι σίγουρη πως θα πάω διαβασμένος το πρωί στην τάξη. Αυτοί οι ήχοι, η γλυκόπικρη φωνή της Φλέρυ από το player μαζί με τις αναδεύσεις του πλυντηρίου, σχημάτισαν μέσα μου όλη την μιζέρια της γης, όλη την κακομοιριά του κόσμου που ξέχασε να ζει προσπαθώντας να ζήσει για πάντα και πάνω απ’ όλα. Στις παύσεις του πλυντηρίου χώθηκε μεμιάς η ξοδεμένη μου παιδικότητα και μύρισε η μελωδία φρέσκο λεμόνι με πάχνη πρωινή και ξεκαρδισμένες  μπουρμπουλήθρες. Τελικά οι αναμνήσεις είναι σαν αυτές τις γλυκόπικρες σοκολάτες που είτε θα τις λατρέψεις , είτε θα τις σιχαθείς και θα προτιμήσεις τις μπασταρδεμένες με γάλα.  
                                                                    
                                                                                  Στέλιος Καραθεοδώρου


Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

Αναζωπύρωση

Τις νύχτες πίναμε γαλακτικό οξύ 
από ντοπαρισμένες καρδιές αλόγων κούρσας.
Η ανάσα μας ροκάνιζε οικοδομικά υλικά 
πάνω στο ραγισμένο μας είδωλο. 
Σβήναμε τα τσιγάρα μας σε ρώγες σταφυλιών 
και ζύμωνε ο μούστος 
την χημική μας αμνησία στα τασάκια.
Αμυδρά πρωϊνά,μέσα από μαύρα γυαλιά, 
αναμετρήθηκαν οι μαύροι μας κύκλοι.
Τα καμένα μας σώματα δεν αρπάζουν φωτιά.
Χαϊδευτήκαμε με βενζίνη 
και γδάραμε στον πυρόλιθο το πτώμα από πάνω μας.

                                                                     Σ.Κ. 

Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Ξέμπαρκος

Έτρεξα από τον πόλεμο μακριά, 
με μια σφαίρα σφηνωμένη στην κοιλιά. 
Ξέπνοος πια, 
λησμόνησα το πτώμα μου σε μια ανηφοριά.

Όταν έφτασα στην ακτή, 
αγνοούσα πως ήμουν νεκρός,
ένιωθα ακόμα, 
φοβισμένος, βιαστικός.

Ρώτησα βαρκάρηδες πολλούς
και απάντηση δεν έλαβα καμιά, 
βλέμματα διαπεραστικά,
κοιτούσαν από μέσα μου μακριά,
μόνο ένας τους πρόσεξε τα χυμένα μου σωθικά.

Γλίτωσα σκέφτηκα, 
θα φύγω επιτέλους στα ανοιχτά
και πλήρωσα να με περάσει στην άλλη μεριά, 
στην γη που νόμιζα πως ποτέ δεν σκοτώνουν παιδιά.

Μου αποκάλυψε στο ταξίδι
πως είχα πεθάνει πια 
και απεγνωσμένος βούτηξα να χαθώ στα βαθιά.

Σε κάθε λυγμό κατάπινα νερό, 
πνίγηκα με την απορία στον λαιμό, 
το χέρι του βαρκάρη με μάζεψε στον γυρισμό.

Μην είμαι ακόμα ζωντανός;
Μην είμαι δεύτερη φορά νεκρός;

Του ζήτησα να με περάσει απέναντι ξανά, 
μα μόνο με λεφτά γίνονται τα πράγματα αυτά.
Δεν έχω του είπα, στα έδωσα όλα την πρώτη μου φορά.
Δεν γίνεται μου είπε και σήκωσε τους ώμους του ψηλά.

                                                                                    Στέλιος Καραθεοδώρου
 

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Εντύπωση

 Υπερεκτεθειμένα εικονοστοιχεία ξεθωριάζουν την ψηφιακή μνήμη, σαν θαμπάδα στοματικής εκπνοής στο παράθυρο του αυτοκινήτου που αλλοιώνει τα περαστικά τοπία στα μάτια, σαν μια νότα που κραυγαλέα το σκάει από την πηγή και φθίνει στην πορεία. Η αισθητική πληροφορία σβήνει σαν πεφταστέρι πριν τον γήινο στόχο, σε ένα ταξίδι φθοράς που καθορίζεται από την γενεσιουργό δυναμική του πομπού, την απόσταση που έχει να διανύσει και την αντίσταση του εγκεφαλικού δέκτη. Αυτή η μισή πληροφορία που θα καταφέρει να φτάσει στον προορισμό της δεν μένει αναλλοίωτη, μα συνεχίζει να διαμορφώνεται σε ένα μόνιμο περιβάλλον μετάπλασης και αναμετάδοσης.
 Μερικές φορές λόγω μεγάλου μεγέθους, ο διάττοντας αστέρας ως συμπαντικό update, καταφέρνει να διατηρηθεί αρκετά σε πείσμα της ατμοσφαιρικής τριβής και να φτάσει ένα σημαντικό τμήμα του στον γήινο φλοιό, αφήνοντας το αποτύπωμα του κρατήρα, μα όχι για πάντα, αλλά μέχρι και αυτός να διαμορφωθεί από το περιβάλλον σε κάτι άλλο, ένα φαράγγι ή μια λίμνη για παράδειγμα και τίποτα να μην θυμίζει πια την αρχέγονη σύγκρουση. Έτσι ο εγκέφαλος, σαν την γη, διαμορφώνει την αισθητική μνήμη και το γεγονός αποκτά με τον χρόνο μια άλλη υπόσταση. Είναι η διαδικασία της επούλωσης που φτιασιδώνει την μνήμη, ο χρόνος εξωραϊστής που κάνει ανεκτή την τραυματική εμπειρία της ζωής, ώστε να μπορεί να συνεχίσει.
 Σβήνουν τα γεγονότα, μένει ένας υπό-ηχος οριακά αντιληπτός σαν βόμβος, σαν δόνηση των σπλάχνων απ' τα βάθη μας που το μυαλό λαξεύει ιδιοτελώς, σαν ένα νοητό φιλικό χτύπημα στην πλάτη, μια αυταπάτη, μια γλυκιά νωθρότητα που κάνει την φυλακή να φαντάζει στοργική αγκαλιά. Χρόνια μετά σου μένει να κρατάς στα χέρια μια κιτρινισμένη φωτογραφία, να σαγηνεύει το βλέμμα σου η πλαστή ανάμνηση μιας ευτυχίας που πιθανόν βγήκε με το στανιό, τύπου "say cheese" και που τώρα ο τρόμος των ηλικιωμένων χεριών σου και η γερασμένη σου όραση θα της προσθέσουν έξτρα ιμπρεσιονισμό, λες και δεν είχε από μνήμης, στοιβάζοντας κουνημένες εικόνες στο μυαλό σου, δημιουργώντας ένα θολό οικοδόμημα, κληροδότημα στην επόμενη γενιά, που θα το λαξεύσει και αυτή με την σειρά της. Κάπως έτσι τελειώνει το ταξίδι της ζωής, με μοναδικό επιβάτη την εντύπωση της. Ίσως αυτό που ονομάζουμε προσαρμοστικότητα και παρουσιάζεται σαν το μεγαλύτερο ατού του δίποδου είδους, να είναι ακριβώς αυτή η δυνατότητα του ανθρώπου να κατασκευάζει εντυπώσεις και να ζει μέσα τους. Μια συνθήκη ικανή να σπάει τους φραγμούς της ύλης και αντίστροφα ικανή να χρυσώνει τα κάγκελα του αναπόφευκτου ισόβιου εγκλεισμού μας σε αυτήν.
                                                                                               Στέλιος Καραθεοδώρου




Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Παραδίνομαι

Παραδίνομαι 
στην σιωπή σου
στην ομίχλη του οράματoς σου
στην αγκαλιά της υγρασίας σου
μετέωρος ανάμεσα στα δευτερόλεπτα σου
αναποφάσιστος μπροστά στο δίλημμα σου
χαμένος στην ματαιότητα των ονείρων σου
στέκομαι μπροστά στο καθωσπρέπει ικρίωμα σου
ακίνητος στην παγωμένη σου στιγμή
στο κατεψυγμένο βασίλειο σου
στο αποστειρωμένο μεγαλείο σου
στην εγκαταλελειμμένη πολυτελή κατοικία σου
να ανακαλύπτω τη σιγή μετά τις φανφάρες σου
την γερασμένη σου χλιδή
την αιώνια μιζέρια των πάντων
όλα αποπνικτικά και πένθιμα
σαν μυρωδιά φορμόλης
λιωμένος στο κρεβάτι που ζεσταίνει η αρρώστια μου
να ρέπω συστηματικά προς τη νωθρότητα
να αυτοεξορίζομαι
αδύναμος να επιβληθώ στα πάθη μου
αδύναμος μπροστά στην υποκρισία σου
να θαυμάζω το μεγαλείο της λειχήνας 
που φυτρώνει στο τσιμέντο
να υποκλίνομαι στην πιρουέτα 
της πεταμένης σακούλας από τα ψώνια σου
αυτή που προσγείωσε ο αέρας στα πόδια μου
να απολαμβάνω τον καφέ στην σπασμένη μου κούπα
με τα ξεθωριασμένα χρώματα.
                                                                    Στέλιος Καραθεοδώρου