Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

 Η ψηλόλιγνη φιγούρα του, πάντα σκυφτή με το βλέμμα στο πεζοδρόμιο, αναζητούσε απολεσθέντα χρηματικά ποσά. Με τον καιρό είχε εντοπίσει κάποια πιθανά σημεία. Μπροστά στα περίπτερα για παράδειγμα, εκεί που οι βιαστικοί περαστικοί με μια φευγαλέα κίνηση στριμώχνουν τα ρέστα στις τσέπες, υπάρχει πάντα η πιθανότητα κάποια από αυτά να μην καταλήξουν μέσα σε αυτές. Επίσης δεν αμελούσε ποτέ να ελέγχει κάτω από τα παγκάκια. Εκεί που τα φαρδιά παντελόνια των συνταξιούχων ή ένα παθιασμένο φάσωμα, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις κάποιο κέρμα να γλιστρήσει αθόρυβα στο χορταριασμένο έδαφος χωρίς να γίνει αντιληπτό.
 Παρατηρούσε με τις ώρες τους ανθρώπους. Στα επαναλαμβανόμενα μοτίβο της ρουτίνας που εκτυλίσσονταν μπροστά του, αναγνώριζε πολλές ευκαιρίες να κλέψει με ασφάλεια. Μα δεν το έκανε ποτέ. Όχι απαραίτητα για λόγους ηθικής, όπως κάποιοι εύκολα βαυκαλίζονται, αλλά μάλλον επειδή είχε ακόμα πρόσβαση σε ένα πιάτο φαγητό στην φοιτητική λέσχη, όπου τρύπωνε παράνομα ανάμεσα στους φοιτητές και ένα εξασφαλισμένο χαρτζιλίκι που έφτανε για τσιγάρα και φθηνή μπύρα.
 Μετά τις χαμένες ευκαιρίες πάντα κατηγορούσε τον εαυτό του για την στιγμιαία δειλία του χωρίς να το μετανιώνει, ίσως επειδή το ερμήνευε ωμά χωρίς υπεράνθρωπα φτιασιδώματα, καταφέρνοντας έτσι να αντισταθεί στον ασπρόμαυρο ρόλο του φτωχού πλην τίμιου μιας ελληνικής ταινίας του περασμένου αιώνα, στην θαλπωρή των παιδικών του χρόνων, των Κυριακάτικων οικογενειακών μεσημεριών μπροστά στην τηλεόραση την δεκαετία του 80, τότε που οι μεγάλοι άρχισαν έντεχνα να τον χειραγωγούν με ενοχές. Δεν έκλεβε. Όχι γιατί ήταν καλό παιδί, αλλά γιατί δεν είχε ακόμα την ανάγκη να κλέψει και το πίστευε για όλους αυτό και ας μην το πίστευαν οι άλλοι για τους εαυτούς τους.
 Σε μια πόλη εκατομμυρίων κατοίκων διαπίστωνε καθημερινά πως ο κόσμος δεν χάνει λεφτά με την ίδια ευκολία που χάνει τα λεπτά του. Άλλες φορές σπαταλούν χρόνο δανεικό απ’ τα στερνά τους και άλλες τον χρόνο που αγοράζουν απλά επειδή μπορούν. Το πρώτο είναι μια προσωπική θυσία, το δεύτερο κανιβαλισμός. Σε ένα βιβλίο του Φλωμπέρ είχε διαβάσει πως η ανθρωπότητα ρέπει συστηματικά προς την νωθρότητα ή κάπως έτσι, δεν θυμόταν καλά και δεν έβρισκε κανέναν λόγο να διαφωνήσει με αυτό. Ο έρωτας είναι μάλλον η εξάρτηση από την ψευδαίσθηση του άπλετου χρόνου. Οτιδήποτε εξασφαλίζει το πάγωμα μιας όμορφης στιγμής, έναν γλυκό λήθαργο στην μέση μιας πολύβουης δυστοπίας, μια μακρόσυρτη εναέρια πιρουέτα βγαλμένη από την τριλογία του Μάτριξ, είναι ερωτεύσιμο. Μια παλιά φωτογραφία, ένα βλέμμα, ένα φιλί, ένας οργασμός, ένα ποίημα, ένα άγγιγμα, ένα δειλινό, μια βαθιά τζούρα, ένα γέλιο, ένα δάκρυ, είναι στιγμές που αν τις συσσωρεύσεις θα αντιληφθείς την αθανασία που ενυπάρχει απροσδιόριστη μέσα στον μάταιο αγώνα της επίτευξης της. Δεν είναι τυχαίο πως όποιος ντιλάρει χρόνο είναι αν όχι εύπορος, τουλάχιστον εξασφαλισμένος από το βασικό συστατικό που θεωρεί πως τον καθορίζει.
 Τα περιστέρια και οι χρήστες κυκλοφορούν ανάμεσα μας στα πάρκα. Τα μεν ανέμελα με μια σχεδόν άρια σιγουριά ψευδεπίγραφης εξαγνισμένης λευκότητας, οι δε με το αγχώδες θράσος ενός κυνηγημένου αγριμιού, που αν μη τι άλλο σιγουρεύει την επιβίωση του από τα αδηφάγα βλέμματα, όταν διασχίζει το οπτικό τους πεδίο ζητιανεύοντας ψιλά για μια δόση. Ένα τεντωμένο χέρι που ζητάει βοήθεια αλλάζει την πορεία του αναίσθητου πλήθους, όπως ένας βράχος διχοτομεί την ροή ενός ορμητικού ποταμού. Δεν θα δεις ποτέ στα πάρκα να κατασπαράζουν οι άνθρωποι τα περιστέρια όπως κατασπαράζουν τους αδύναμους τα βλέφαρα των ευπρεπών, την στιγμή που ανοιγοκλείνουν σαν μασέλες ενοχλημένα απ’ την άβολη θέα. Βλέπουμε πιθανές εκδοχές του εαυτού μας παρακαλώντας από μέσα μας να μην τις μοιάσουμε ποτέ, στέκουμε αχάριστοι απέναντι στην μνημειώδη διαφορετικότητα που τολμά να μην μας μοιάζει και ευγνώμονες δίπλα στην υποκριτική εξιδανίκευση μιας άμωμης ρέπλικας.

                                                                                  Στέλιος Καραθεοδώρου