Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019

αντηχεί στις χαράδρες των ψαριών το σπαρτάρισμα

απόδραση στο χνώτο του λύκου το φιλί της ζωής

στομώνει ο κυνόδοντας στης μεθυσμένης οχιάς το στρίφωμα

το τεθλασμένο χνάρι των σαλαχιών τις ουρές ακολουθεί

σαν μακρόσυρτο χάδι κάτω απ’ το λευκό επιστέγασμα

ο χειμώνας κατατρώει την ανοιχτή μου πληγή

                                                        Σ.Κ.


Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Η γκλίτσα, το λάσο και το κακό συναπάντημα

 Ο έφιππος γελαδάρης ξεπέζεψε μπροστά στην πολυκαιρισμένη διαφημιστική ταμπέλα της μάλμπορο, σ’ ένα αυθαίρετο αγροτεμάχιο δίπλα στην Εγνατία Οδό. Στην φωτογραφία αναγνώρισε τον εαυτό του, τότε που αγέρωχος ατένιζε το μέλλον με το τσιγάρο αναμμένο στo στόμα. Μια σκουριασμένη χαρακιά σαν ουλή απ’ τις βροχές στο πορτραίτο της νιότης του, τον προσγείωσε απότομα στην πραγματικότητα, του υπενθύμισε πως πλέον δεν ήταν παρά μια ξεθωριασμένη αφίσα που κανείς δεν θυμόταν. Έβηξε φτύνοντας αίμα. "Η Αμερική σκοτώνει τους καουμπόι της με τσιγάρα μάλμπορο", μονολόγησε απογοητευμένος.
 Την ενδοσκόπηση του διέκοψε ο θόρυβος ενός αυτοκινήτου που σταμάτησε δίπλα του. Ο οδηγός κατέβασε το παράθυρο, άδειασε το τασάκι πάνω στις δερμάτινες μπότες του καουμπόι και γκάζωσε επιδεικτικά. Ο Μάλμπορο Μαν καβάλησε το άλογο και τον κυνήγησε, στροβίλισε το λάσο στον αέρα και πετώντας το μέσα από το ανοιχτό παράθυρο τράβηξε έξω τον οδηγό, ενώ το αυτοκίνητο κατέληξε φλεγόμενο στο παρακείμενο χαντάκι. Από τα συντρίμμια ακουγόταν μια γνωστή μελωδία, «ω-ω-ω-ω ουζάκι ουζάκι, ω-ω-ω-ω μάλμπορο τσιγαράκι».
 «Ωραίο τραγούδι», είπε χαμηλόφωνα ο καουμπόι και ρώτησε χαιρέκακα τον οδηγό:
-«Τι είναι αυτό, φουστάνι φοράς ρε”;
-«Φουστανέλα το λένε».
-«Έχει και πιέτες βλέπω».
-«Και συ δεν πας πίσω με τα κρόσσια».
-«Και αυτές οι κόκκινες παντούφλες με τις φούντες»;
-«Τσαρούχια τα λέμε στο χωριόμ».
 Ο Μάλμπορο Μαν κοίταξε τις μπότες του. «Τι τσαρούχια, τι σπιρούνια», είπε από μέσα του και ρώτησε τον οδηγό ξανά:
-«Τι κυνηγάτε εδώ»;
-«Τον τελευταίο καιρό μετανάστες, έχουμε και τους τσιγγάνους για προπόνηση», απάντησε και γέλασε σαρκαστικά στρίβοντας το τσιγκελωτό μουστάκι του. «Εσείς τι κυνηγάτε στο Τέξας φίλε και για να έχουμε καλό ρώτημα πως απ’ τα μέρη μας»;
-«Είμαι συνταξιούχος καουμπόι, κάνω τον γύρο του κόσμου με άλογο για να συγκεντρώσω λεφτά για το τείχος του Τραμπ. Εμείς παλιά κυνηγούσαμε Απάτσι, τώρα Μεξικάνους και έχουμε τους μαύρους κλασικά για προπόνηση».
-«Μα εμείς ταιριάζουμε πολύ», είπε ο τσολιάς.
 Ο Μάλμορο Μαν το σκέφτηκε λίγο, άπλωσε το χέρι και τον βοήθησε να ανεβεί στο άλογο πίσω του. Όσο η φιγούρα τους απομακρυνόταν στο ηλιοβασίλεμα, ο τσολιάς ψιθύρισε τρυφερά στο αυτί του καουμπόι: "Αν αυτό σε παρηγορεί, η Ελλάδα σκοτώνει τους τσολιάδες της με τυρί φέτα" και έβγαλε από την τσέπη ένα χάπι χοληστερίνης, το έσπασε στην μέση και του πρόσφερε το μισό. Ο καουμπόι συγκινημένος γύρισε και φίλησε τον τσολιά στα χείλη. «Με τσίμπησε το μουστάκι σου», είπε με νάζι και συνέχισαν σφιχταγκαλιασμένοι το ταξίδι τους προς το άγνωστο.
                                                                                                                Στέλιος Καραθεοδώρου