Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου 
να ξεχειλίζουν οβομαλτίνη από τ’ αυτιά,
οι κόρες στον κόρφο τους μαθαίνουν να θρέφουν φονιάδες 
και απ' τα σκέλια των γιων κρέμεται πτυσσόμενη η λεβεντιά.

"ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΚΛΙΚΑ" φωνάζουν κοιτώντας ψηλά οι παπάδες, 
κρύο πιάτο ένα κουφάρι σε ασπίδα απαιτούν οι μανάδες, 
μα τα συννεφοτρύπανα βρήκαν ταβάνι
και μας καταπλάκωσαν αρχαίοι σοβάδες μαζί με αγίων οστά.

Αγία νοσταλγία, 
την διασπειρόμενη μητρική εκπνοή σου 
στην καυτή τηγανιτή μου πατάτα ποθώ με λαγνεία, 
μάνα σεσουάρ σε ντακ φέις αγιογραφία, 
θυμίζεις θαυματουργή Παναγία.

Με κυνηγά το φάντασμα 
της ξανθιάς Ελληνίδας Αλίκης, 
η αδικημένη γενιά του εξήντα, 
δίχως LSD με κλαρίνα 
και σφηνάκια βενζίνα.

"Κάντε υπομονή 
κι ο ουρανός θα γίνει καγκελωτός, 
κάντε υπομονή 
μια σβάστικα ανθίζει στην γειτονιά".

                                         Σ.Κ.



Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Ριπή οφθαλμού

 Κάθε φορά που ανοιγοκλείνω τα μάτια, μια στατική εικόνα σφηνώνεται σαν κόμπος στις σχισμές του μυαλού. Ένα βίωμα σε απεικονιστικό στάτους, είναι ένα χωροκατακτητικό καρέ καλουπωμένο στα κενά της ισόβιας ασφυξίας των εγκεφαλικών δομών, που θυμίζει την σχηματοποίηση του κατεψυγμένου νερού στα τοιχώματα μιας παγοκυψέλης. 
 Κάθε φωτογραφία, κάθε στηλίτευση στιγμιαίας αδράνειας, είναι η ακανθώδης απόφυση που πάνω της γαντζώνεται το ακούσιο νηματοειδές συνονθύλευμα των αδιάφορων καταγραφών μας, όπως το ύφασμα της σκηνής που προσαρμόζεται πάνω στον εύκαμπτο σκελετό της, τα αναρίθμητα αυτά οπτικά εξογκώματα, οι υπερτιμημένες αυτές στιγμές που μοιάζουν να εμβαπτίστηκαν ακαριαία σε υγρό άζωτο, στοιχειοθετούν την τραχύτητα της εξωτερικής στιβάδας της οντότητας, καθιστώντας την υπαρκτή.
 Κάθε κομβικό στοιχείο που απαρτίζει την ραχοκοκαλιά της, είναι μια αναπόδραστη στάση στην πορεία της ζωής, ένας φθόγγος που στέκεται στον λαιμό αρνούμενος να γίνει φωνή, μια καταδυόμενη βρογχοκήλη στον θώρακα, ένας συγκερασμός αγωνιώδους δυσκαταποσίας και προοδευτικής θαλπωρής της επερχόμενης υποξαιμίας, μια συνθήκη που καθιστά αναπόφευκτη την παγίδευση της αντιύλης στα όρια μιας διάστικτης αυθύπαρκτης σημειολογίας.
 Ζούμε σκαλωμένοι στις ψυχρές ορθογώνιες σκιές των ψευδεπίγραφων υπεραξιών μας, περιγεγραμμένα μεταίχμια αγκιστρωμένα σε αεικίνητα παραγάδια, αιωρούμενα δολώματα χάους δεμένα σε φελλούς, ένα υπέροχο τίποτα που στις αγκυλώσεις του οικοδομούνται οι επί μέρους υπερμεγεθυμένοι αντικατοπτρισμοί του, απροσάρμοστες ανακολουθίες στην δίνη μιας ατέλειωτης λούπας, ενός άρτιου και απέραντου χωροχρονικού τέτρις.
                                                                                                Στέλιος Καραθεοδώρου

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

μέχρι

μέχρι όλες οι κόρνες να γίνουν κελάηδισμα
μέχρι όλες οι οθόνες να γίνουν πρόσωπα
μέχρι όλα τα παγκάκια να γίνουν αγκαλιές
μέχρι όλες οι κολόνες να γίνουν πάλι δέντρα

                                 Σ.Κ.


Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Εναιώρημα

 Την άυλη φύση της πρόδιδαν τα δάκρυα που κυλούσαν απ’ τα μάτια της στις αυλακώσεις του κορμιού της. Σαν αερικό φτιαγμένο απ’ τα χνώτα μας, μια ρευστή παρουσία από διακλαδώσεις ανάμεσα σε παράλληλους βίους, το επίπλαστο αυτό σκιαγραφικό εναιώρημα, οριοθετεί την κενότητα πλαισιώνοντας 
διάφανα ανθρωπόμορφα περιγράμματα.
                                                                                                                       Σ.Κ.


Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018

Η μετουσίωση μιας τυχαίας αιμωδίας

 Μετά από παρατεταμένο κλινοστατισμό εις ανώμαλον θέσιν, με την άνω κεφαλή μου στηριζομένη επί της δεξιάς μου χείρας και όσο η αιμωδία καταλάμβανε το άκρο μου έχων τους οφθαλμούς μου ερμητικά κλειστούς, διαπίστωσα με τρόμο την αδυναμία αισθητικού διαχωρισμού των νευρικών μου απολήξεων, στα δύο προαναφερθέντα εμπλεκόμενα προεξέχοντα τμήματα του κορμού μου. Ως εκ τούτου η ψευδαισθητική μετουσίωση της φύσης μου σε κυβιστική εκδοχή καρικατούρας του Πικάσο και συναισθανόμενος την ανισορροπία του συλλογισμού μου, πως πλέον δεν στηρίζω την κεφαλή μου με το χέρι, αλλά το χέρι μου με την κεφαλή, πραγμάτωσα την σοφή λαϊκή ρήση, «πιάνω πουλιά στον αέρα», χεριάζοντας μια διαβατάρικη σκέψη, δίκην πτηνού εφορμών εξ ουρανού, καταλήγοντας συμπερασματικά στην εξής ακολουθία:
 «Έχω για κεφάλι ένα χέρι και για χέρι ένα κεφάλι, κραδαίνω του νου μου τα ακράδαντα μύχια σαν ιερό μανουάλι, την ευωδία του κόσμου απορροφώ, την αναβλύζουσα φορμόλη απ’ την ιδρωμένη μου παλάμη σκορπώ, γευστικοί μου κάλυκες κάλοι, απτικό ροζιασμένο ουμάμι, στων ήχων την χροιά δεν γυρίζω, το αντανακλαστικό τρομώδες παραλήρημα που οι δονήσεις μου προκαλούν ξεχωρίζω και της πλάσης τα περιγράμματα απ’ το δικό μου μοναδικό παρατεταμένο αποτύπωμα επάνω τους αναγνωρίζω, αντί χειραψίας τα δόντια στο κρέας βυθίζω, την υπερέκταση οιασδήποτε αλλότριας χείρας φιλίας απ’ την ρίζα ξεσκίζω.

                                                                                        Στέλιος Καραθεοδώρου

    εικόνα: Thomas Cullen