Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

 Εκεί θα ξαπλώσω, στο πυρακτωμένο απ’ τον ήλιο κομμάτι του δρόμου, στην ζεστή αγκαλιά της κούρμπας, να με πατάνε ανηλεώς στην άσφαλτο τα τροχοφόρα, σαν μια λαχταριστή επικάλυψη καραμέλας πάνω σε μπίτερ μπισκότο ολικής, να με κρατσανίζουν αχόρταγα οι διερχόμενες βλεφαρίδες σου και ότι απομένει από μένα, θα είναι μια γκλίτερ ανάμνηση κολλημένη στα λάστιχα του αυτοκινήτου σου. Έλα να με φας με τα μάτια και μετά πάτα με ή έστω ξάπλωσε δίπλα μου να γίνουμε χρυσόσκονη παρέα, να μας διασκορπίζουν αργά και βασανιστικά οι περαστικές νταλίκες στο χωροχρονικό συνεχές.                      
                                                                                                                                      Σ.Κ.


Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

 Τα χειμωνιάτικα δειλινά, μόλις σκόρπιζαν τα πουλιά στους ορίζοντες, μας βρίσκαν οι ακτίνες του ήλιου κατάστηθα και όπως μαρμαροφέγγιζαν οι παλλόμενοι θώρακες στης εκπνοής μας το χνώτο, θυμίζαμε για λίγο την θάλασσα, της φωταψίας την μαρμαρυγή στων κυμάτων το αναπόδραστο τραμπάλισμα.
                                                                                                 Σ.Κ.


Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Ρέκβιεμ

 Ατενίζοντας απ’ την στεριά τον ορίζοντα, κόντρα στου μπάτη τις θυελλώδεις ριπές, σκάνε στο πρόσωπο σαν κύματα ορμητικά στις ακτές, οι ασφυκτικές μελωδίες των άπνοων, ένα αμείλικτο ρέκβιεμ επιθανάτιων ρόγχων που συνεχίζει το ανεκπλήρωτο κατευόδιο των άψυχων πια ναυαγών. Αδρανής στων απόκοσμων ήχων το ανηλεές σφυροκόπημα, τα δόντια μου θαρρείς σαν πετριά θρυμματίστηκαν απ’ το ύστατο ναύλο, τον στερνό οβολό των απεγνωσμένων επιβατών. Έφτυσα τα σπασμένα κομμάτια στην άμπωτη, τα ξέβρασε στην σειρά βότσαλα η πλημμυρίδα, στην ρότα του βυθισμένου λείψανου έμοιαζαν δεμένα με νήμα, για να οδηγούν στην ξηρά των πνιγμένων τ’ ανείπωτα. Ξέπλυνα με θάλασσα την πίκρα απ’ το στόμα, έσταξε απ’ τα ούλα μου το κόκκινο αλατόνερο στο χώμα και μεμιάς όλου του κόσμου τα δέντρα γυμνώθηκαν, από έναν χειμώνα απρόσμενο και συνάμα καθολικό. Μάζεψα από κάτω λίγα φύλλα χλωρά ακόμα, σφιχτά τα περίδεσα στου πορτραίτου μου την πληγή και μου έφερε η διαπνοή στα μάτια, αίμα ανθρώπινο με δέντρινο μαζί, μαύρο δάκρυ από αιμομιξία χρωστική, που μέσα του αποκοιμήθηκαν οι ακτίνες του ήλιου, σε μια γλυκιά ασφυγμία που βύθισε το στερέωμα στον ζόφο. Από τότε, κάθε που σουρουπώνει, μια ισόβια μέγγενη αναπόδραστα τον σβέρκο μου μαγκώνει και ο αφέγγαρος ουρανός ένα ρευστό αμάλγαμα, μια πεινασμένη εμουλσιόν που καταπίνει κοντράστ, αποτυπώνει της σιλουέτας μου το άνισο περίσσεμα και αποκτά το σκοτάδι του κτήνους την όψη, με της αφόρητης σκιάς μου τον οίστρο.

                                                                                          Στέλιος Καραθεοδώρου



Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Δίχως αύριο

 Σπάζαμε δίχως αύριο τις κροκάλες στην Χαράδρα του Αχέροντα, στο αμυδρό φως που διαχέονταν απ’ την ατελή σύγκλιση των κακοτράχαλων σχιστόλιθων πάνω απ' τα κεφάλια μας. 
 Ένα φως αργυρόχροο, σαν γεύση μεταλλική από δαγκωμένο αλουμινόχαρτο μέσα σε σοκολάτα λιωμένη, μα και συνάμα κυματιστό, όπως σαλεύει σπασμωδικά στην επιφάνεια του αδηφάγου ερεβώδους νερού, λίγο πριν το καταπιεί οριστικά, για να θρέψει με σκότος κελαρυστό των Ταρτάρων τα σπλάχνα. 
 Ο κροταλίζων ήχος της λιθοτριψίας που προκαλούσαμε, αυτό το βαραθρώδες ταμ ταμ όλου του κόσμου που καθηλώνει το αρχέγονο κύτταρο, η αδράνεια στην σιωπή της ομίχλης, η μυσταγωγία των κοράκων που ίπτανται ιεραρχικά και αφήνουν ευλαβικά τον καρπό απ’ το ράμφος τους να σπάσει στην άσφαλτο των έρημων επαρχιακών δρόμων, αυτό το υπνωτικό μπιτ της αποτυχημένης θραύσης που κάνει γκελ μέχρι να σβήσει, καθήλωνε τα διψασμένα ζώα στην ηχοενέδρα μας, τα τραβούσε άβουλα όπως ήταν μέχρι την κόψη της γης και από εκεί τα παράσερνε το σαθρό υπέδαφος στου χάους το εναρκτήριο σχίσμα. 
 Εκεί ζούσαμε, στην πρόπτωση της ανυπαρξίας, στην ρότα του ψυχοπομπού, στον προθάλαμο του βασιλείου του Άδη και την μουσική μας την διέκοπτε μόνο ο γδούπος του άτυχου ζωντανού που έπεφτε στην παγίδα μας. 
 Έτσι τρώγαμε, αγελαία και μετά ξεπλέναμε την αιμάτινη ντροπή απ’ το στόμα και τα χέρια μας στο ιερό νερό, βαφτιζόμασταν άνθρωποι και φωνάζαμε δυνατά «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ», ατενίζοντας ψηλά την μοναδική λωρίδα του ουρανού που μας αναλογούσε, πριν συνεχίσουμε να σπάμε κροκάλες, δίχως αύριο.

                                                                                      Στέλιος Καραθεοδώρου


Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Χαροποιόν πένθος

"ζήσε την στιγμή"
σου λέει
"χωρίς τα πριν και τα μετά"
αναρωτιέμαι 
η μορφή στην προκυμαία
να με καλωσορίζει πρέπει
μπα
μάλλον να με αποχαιρετά
τι μπέρδεμα
και αυτό
τι χαροποιόν πένθος

                                        Σ.Κ.


Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Θήρα

 Λούφαξε η πλάση στα μεσοδιαστήματα των κρότων, στην θαλπωρή της απόκοσμης σιωπής των πάντων μετά την βροντή, έγινε η αμυντική νεκροφάνεια συνήθεια μας και από την απαρχή του κόσμου αυτήν αποκαλούμε ζωή. 
 Κουβαλάμε το σύνδρομο του θηράματος από τότε, μα έχουμε και την στόφα του θηρευτή, άσπονδοι εχθροί της τρωτότητας και της αδύναμης φύσης μας, η αγάπη κατέληξε να συνιστά απειλή. 
 Λατρεύουμε το σάστισμα των ανίσχυρων εχθρών μας, των ανίκανων όντων που δήθεν μας έχουν ανάγκη για νταβατζή, το είδωλο του παγωμένου μας βλέμματος στα μάτια τους μέσα, μας αδειάζει απ’ τις τύψεις και μας δίνει το άλλοθι να συνεχίσουμε την σφαγή. 
 Έτσι γέμισε ο κόσμος μας καθρέφτες και όπλα, πτώματα με καμουφλάζ τον στόμφο και την στολή, κοστολογήσαμε φτηνά την αγνότητα και ότι τολμά να εκτίθεται άδολα, του παίρνουμε πάραυτα την ψυχή.

                                                                                                                                 Στέλιος Καραθεοδώρου



Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Προκάρδιο αλίευμα

καταφανώς καταφύομαι

με το κεφάλι στο χώμα

λαχταριστό σαν λαχανόγουλο

μην μου καις τα κρόσσια με τον μπικ

είναι ταχυφλεγείς θρυαλλίδες

στα μαρμαρένια αλώνια

η αγόγγυστη διασπορά μου

δεν υφίσταται

ως αθόρυβη προϋπόθεση

των επί μέρους γδούπων μου

ένα παρατεταμένο ξέσκισμα

σαν μπάντζι τζάμπινγκ

με διχασμένες αορτές

σιωπηλό εκκρεμές

προκάρδιο αλίευμα

                                              Σ.Κ.


Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

ONISAC

 Η συνταγή της σαλάτας απαιτούσε οι ροδέλες λαχανικών να διαπεραστούν με ράμφος δρυοκολάπτη εν ζωή, για να προσδώσει στην γεύση τους μια εσάνς φρέσκου πριονιδιού από κουφάλα δρυός, ένα απαραίτητο ραφινάρισμα για τους εξευγενισμένους ουρανίσκους των γαλαζοαίματων συνδαιτυμόνων. Ο Μπορίς ένας μαθητευόμενος σεφ απ' το Σαράτοφ, μια πόλη στην δεξιά όχθη του ποταμού Βόλγα, απελευθέρωσε το δύστυχο πουλί και χρησιμοποίησε στην θέση του ένα σκουριασμένο καρφί από το εγκαταλελειμμένο ορυχείο του Μιρ στην ανατολική Σιβηρία, ένα αναμνηστικό που πάντα φύλαγε για γούρι στην αριστερή του τσέπη απ' όταν το επισκέφτηκε με τους γονείς του μικρός. Το βράδυ στο φιλανθρωπικό γκαλά του καζίνο, οι λαμπεροί καλεσμένοι εμφάνισαν μια ανεξήγητη τετανική ακαμψία. Ο Μπορίς διέσχισε με γρήγορο βήμα και σκυμμένο κεφάλι την τεράστια σάλα όπου αντηχούσε ο καγχασμός ενός παρατεταμένου σαρδόνιου γέλωτα. Το πλήθος των αστών μπουρζουάδων τον εντόπισε και με προτεταμένα τα άνω άκρα σύρθηκε εναντίον του σπασμωδικά. Ο Μπορίς έκανε σλάλομ ανάμεσα στα πτώματα των τυχερών της ρουλέτας, όσων πρόλαβαν δηλαδή να τζογάρουν για τελευταία φορά στην μοναδική σφαίρα του ρεβόλβερ τους λίγο πριν τους κατασπαράξουν τα κτήνη και δραπέτευσε οριακά από την έξοδο κινδύνου. Φεύγοντας έριξε μια τελευταία ματιά στην πίσω όψη του καζίνο, ο κατοπτρικός αναγραμματισμός της ταμπέλας του θύμισε έντονα την καλλιτεχνική πρωτοπορία των αρχών του 20ού αιώνα. Η σαλάτα, η ρουλέτα, η πρωτοπορία, όλα ρώσικα σκέφτηκε και απομακρύνθηκε σφυρίζοντας την Καλίνκα.
                                                                                            Στέλιος Καραθεοδώρου


Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017

*(η δικαιοσύνη του ποταμού)

Τελικά ένα απόμακρο κελάρυσμα αρκούσε
και από άνθρωποι πονετικοί, 
όχλος γίναμε που διψούσε. 
Την γονυκλισία το ρέμα δεν συγχωρούσε, 
ακέφαλοι κείτονταν της κοίτης οι πρώτοι νεκροί.
Τρομαγμένο το πλήθος που νερό λαχταρούσε, 
με το αίμα απ' τους κομμένους λαιμούς ξεδιψούσε
και τους ερχόμενους απεγνωσμένους καραδοκούσε.
Ένας φαύλος κύκλος.

                                                          Σ.Κ.


Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Τσιφτετέλι

 Απαλλαγμένοι απ’ του λεβέντη την ακαμψία 
και της πουτάνας την ρετσινιά, 
με των νεκρών την μυδρίαση 
και δυο γεμάτες σελήνες στα μάτια, 
αναδευτήρες των άστρων 
τα αιωρούμενα χέρια ψηλά, 
στα νύχια που σκάβουν το χώμα 
στον αέρα φυτρώνουν φτερά. 

Κεραίες της γης είναι τα πέλματα γυμνά, 
αντηχούν τις δονήσεις 
απ’ τα αρχαία νταούλια στα σωθικά, 
με κλαρίνα παλλόμενα 
και αρμόνια με γρέζια ηλεκτρικά, 
κορμιά εφαπτόμενα 
της νύχτας μαύρα πουλιά, 
όλα γίνονται ένα στου φεγγαριού την σκιά. 

Δεν είναι το τσιφτετέλι πορνογραφία, 
το λίκνισμα του κόκκυγα 
είναι των σάτυρων μυσταγωγία, 
απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά 
και απ’ τα βάθη των αιώνων 
επιδέξια κρυμμένη 
μες τα σκέλια μια ουρά. 
                                                                                          Σ.Κ.




Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Σύνθλιψη

 Στην μελωδία της αέναης σύνθλιψης, στα προγονικά ερείπια των αντίστοιχων οχυρών αυταπάτης, κάθε θεμελίωση είναι μια αναπόφευκτη τυμβωρυχία, κάθε επίτευγμα μια πλεονάζουσα διαστρωμάτωση στο σαθρό οικοδόμημα της αναπόδραστης παρακμής. Η καθολική συνουσία μας, η άδολη συμμιξία της ύπαρξης, θα εκπληρωθεί αναπότρεπτα στις μπετονιέρες των απογόνων μας.

                                                                                                         Σ.Κ.


Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

Λάμπα δρόμου

 Κάθε βράδυ που διασχίζει απ' άκρη σ' άκρη τα όρια της δέσμης φωτός μιας απόμερης λάμπας του δρόμου, ένας ηλεκτρικός ψίθυρος, μια μονότονη τσιριχτή στατική βοή προσπαθεί να διακορεύσει τους τυμπανικούς του υμένες και να χωθεί με την βία στα μηνίγγια του. 
 Όσο και αν σφίγγει τα δόντια, όσο και αν σφηνώνει τους δείκτες του στους ακουστικούς του πόρους, μόνο η επιτάχυνση του βηματισμού του και η έγκαιρη έξοδος από το περιχαρακωμένο φως καταφέρνει να πάψει οριστικά το ακουστικό του μαρτύριο. 
 Δεν είναι σαν τον υπνωτικό λευκό θόρυβο των συσκευών ή το τέμπο ήχων φυσικών που τρυφερά αναπάλλονται και βοηθούν του μυαλού το φευγιό, δεν είναι τερέτισμα, δεν είναι θρόισμα, δεν είναι σάλαγος και γουργουρητό, ούτε ο γλυκά εκκωφαντικός υπόκωφος ήχος που θυμίζει την ακουστική στην μήτρα της μάνας μας και που την ψυχή γαληνεύει, μα κάτι πιο ερεβώδες, παρατεταμένα βασανιστικό, ένα ηχόγραμμα με αναρίθμητες αιχμές μεταλλικές, μια σαλεμένη πριονοκορδέλα που τρυπώνει απ τ’ αυτιά και στριφογυρνάει στις εγκεφαλικές αύλακες γδέρνοντας τις όχθες τους ανελέητα.
                                                                                                               Σ.Κ.


Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

Πράσινα άλογα

 Από τις δέκα εντολές του Μωυσή στο Index Librorum Prohibitorum και από τις πολυνουκλεοτιδικές αλληλουχίες του dna ως το track listing, η ύπαρξη στοιχειοθετείται και αποκτά υπόσταση σε μορφή λίστας. Ο λόγος της ύπαρξης είναι η αυθαίρετη απαρίθμηση του χάους, ένας χάρακας που μετράει κομμάτια σύμπαντος με το στανιό, ο μετρονόμος της αταξίας, το χαλινάρι στο άλογο της ανυπαρξίας. Τα πάντα ρεί σε έναν απέραντο καταρράκτη χωροχρονικού συνεχούς από παράλληλα μονόστηλα αυθαίρετων δεδομένων, ένας πίνακας ευμετάβλητων εικονοστοιχείων σε μια αέναη ροή κατακόρυφης και πλαγιο-ολισθαίνουσας συνδιαμόρφωσης.  
                                        -------------------------------------
 Τσεκ ιν στην μυστικιστική τοποθεσία #Μαντείο. Η υπερυψωμένη ψηφιακή Πυθία μπούκωσε βιαστικά το στόμα της με μια χούφτα εμποτισμένα pixel σε λυσεργικό οξύ και αφού πλατάγισε τα χείλη της αρκετές φορές, έφτυσε στο μεταλλικό πτυελοδοχείο που βρισκόταν στην βάση του βωμού την χημική της μπουκιά, προκαλώντας τον χαρακτηριστικό ήχο του γκονγκ. Όσο χρησμοδοτούσε με την φωνή του Στήβεν Χώκινγκ, ο e-βραστήρας στην βάση του τρίποδα απελευθέρωνε κατά διαστήματα ένα ηλεκτρικό νέφος πικροδάφνης…. 
- «Ίπποι χλωροί φαλλοί γλαυκοί, Πανδώρα δεν άνοιξες κανένα κουτί, μα το πιθάρι με την ντατούρα απ’ την Αντίπαρο», είπε διώχνοντας ράθυμα τον ατμό με το χέρι της από το οπτικό της πεδίο με αέρινες κινήσεις βεντάλιας.
- «Αίμα και ιδρώτα Χριστού, μαζί με δάκρυα του Ιωσήφ, το Γκράαλ ξεχείλισε Σάκη Ρουβά», συνέχισε όσο το σάλιο της έσταζε από την άκρη των χειλιών της στο ψηφιδωτό πάτωμα του μαντείου σαν αντίστροφη μέτρηση.
- «Όσο το λείριον το πάλλευκον γκαστρώνει, μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι», κατέληξε και κατακρημνίστηκε άδοξα μπρος μου σε κωματώδη κατάσταση. 
                                        --------------------------------------
 Στους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ έμεινα αποσβολωμένος μπροστά σε μια βιτρίνα με κρέατα που αντανακλούσε την φιγούρα μου. Έσφιγγα τις γροθιές μου τσαλακώνοντας ασυναίσθητα την λίστα με τα ψώνια και την λίστα με τα must do απ’ το γραφείο αντίστοιχα στις ιδρωμένες παλάμες μου. Η πρώτη ήταν γραμμένη με κόκκινο μπικ και η δεύτερη με μπλε. Όταν άνοιξα τις χούφτες μου βρέθηκα μπροστά στο δίλλημα του Νίο απ’ το Μάτριξ, να επιλέξω ανάμεσα στον κόκκινο και στον μπλε σβώλο χαρτιού που ζύμωσα στις παλάμες μου. Κατάπια τον κόκκινο σβώλο και λίγα δευτερόλεπτα μετά μου είχαν πετσικάρει τα σαγόνια. Σε μια συσκευασία στην βιτρίνα έγραφε:
«ΤΡΥΦΕΡΗ ΚΑΡΔΙΑ ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΑΛΟΓΟΥ».

                                                                                  Στέλιος Καραθεοδώρου


Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Στάγδην

Σκιαγραφικό της ψυχής
είναι τα δάκρυα που αντί για το μάγουλο 
κυλούν προς τα μέσα.

Στα μεσοδιαστήματα των υπερχειλίσεων
ο καπνός του τσιγάρου 
καταγράφει τις εκπνοές μας.

                                             Σ.Κ.



                                              

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

Καταφύγιο θροϊσμάτων



Κάτω απ' το δέντρο 
που δεν είχε σκιά,
ζούσε ο άνθρωπος με το βιβλίο 
που για λέξεις είχε πουλιά.

Κάθε που τ' άνοιγε 
πετούσαν στα γυμνά κλαδιά,
μα δεν φεύγαν μακριά,
των φτερών τους τ' ανήλιαγο χάδι,
παλλόμενο άσυλο για της γης την δροσιά.

Το σούρουπο ένα ξεφύλλισμα αρκούσε,
σαν μακρόσυρτο θρόισμα ένα σύνθημα μαγικό,
στην θαλπωρή των λευκών του σελίδων να κλειδώσει,
τον πρότερο άκαρπο πτερυγισμό.

Και κάπως έτσι ο άνθρωπος με το βιβλίο
που αντί για λέξεις είχε πουλιά,
έγινε ο στίχος που όταν διαβάσεις,
δραπετεύεις μαζί του, απ' τα λευκά κελιά.

                                                          Σ.Κ.



Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

Η απελευθέρωση του Βαραββά ήταν προλεταριακός θρίαμβος.
Η καταδίκη του Ιησού ένα αφήγημα συλλογικής ενοχής.
                                                                                                                                                                                               Σ.Κ.


Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Χορός

Ξεστηθιάζει το στέρνο ένας βόμβος απ'της ράχης το στρίφωμα,
της πικροδάφνης το γάλα βυζαίνουν προφήτες γυμνοί,
νευροπόρα ρίγη γδέρνουν της λήθης τ'αθήρωμα,
στης στρυχνίνης τα χνώτα χορεύουν οι πρώτοι νεκροί.

                                                                                Σ.Κ.


Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Κυριακή 14 Μαΐου 2017

Η μνήμη της πέτρας

 Άραγε να θυμούνται τα βότσαλα πως κάποτε υπήρξαν ως βράχοι; Γερνώντας παύεις σταδιακά να θεωρείσαι φέρελπις. Και αυτό είναι μια σημαντική ανακούφιση όσο να πεις, που ισοδυναμεί με κοινωνική χειραφέτηση.
Κανείς δεν περιμένει από ένα βότσαλο να σταθεί ως αγέρωχος κυματοθραύστης. Η φθορά του χρόνου είναι σύμμαχος των δειλών. Ευτυχώς που τα βότσαλα δεν νοσταλγούν. Άλλωστε τα απανωτά ανασκιρτήματα στην κόψη των κυμάτων που σε λάξευσαν, είναι ο ορισμός του πνευματικού αυνανισμού και η επιτομή της αδράνειας. Τα βότσαλα σίγουρα δεν φοβούνται την αδράνεια, πάντως έχω την εντύπωση πως σχεδόν σε παρακαλούν να τα απαλλάξεις από τον διακοσμητικό τους χαρακτήρα, εκτοξεύοντας τα με μαεστρία ξυστά στην επιφάνεια της θάλασσας, αναδεικνύοντας την στιλπνότητα που απέκτησαν στο πέρασμα των αιώνων, την δεξιότητα να αναπηδούν με την ύστατη ορμή που τους χάρισες πάνω στους κυματισμούς, πριν χαθούν οριστικά στον βυθό. Κάθε γκελ είναι μια ματαιόδοξη πιρουέτα στο πεδίο της θανατηφόρας βαρύτητας. Αν υπήρχε η μνήμη της πέτρας, η αρτ ντεκό θα ήταν μια ύβρις αντιληπτή απ' την ίδια την φύση, ικανή να φρενάρει αυτοστιγμεί το στροβίλισμα του σύμπαντος.  Σαν μια ακλόνητη σφήνα που μπλέκεται στις ακτίνες της ρόδας ενός ποδηλάτου εν κινήσει. Και μην με ρωτήσετε που θα καταλήξει ο αναβάτης. Είναι αδύνατον να αναλύσω τον λόγο της ύπαρξης, όντας καβάλα στο άλογο της ανυπαρξίας.

                                                                                     Στέλιος Καραθεοδώρου


Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Αποκαλούμε τον αυνανισμό μαλακία 
και το σταύρωμα των χεριών μας προσευχή.

                                              Σ.Κ.


Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Οι άνθρωποι που ζουν στις σκιές

 Όσοι λυπούνται για το ισόβιο σκοτάδι των σπλάχνων τους καταπίνουν πυγολαμπίδες. Δεν ακολουθούν μονοπάτια, μα την ζέση της διάστικτης ρότας απ' τα κενά των συστάδων. Αποφεύγουν τα χωράφια με τους ηλίανθους, οι στραμμένες κεφαλές των φυτών προδίδουν την θέση τους. Ένα αμάλγαμα από χρυσίζοντες σταφυλόκοκκους καλύπτει τις οπές του προσώπου τους. Δεν αναπνέουν, συλλέγουν μέχρι ασφυξίας τα χνώτα των εμβρόντητων χρυσοθήρων που καθρεφτίζονται στο στιλπνό προσωπείο τους. Δεν έχουν μιλιά, μόνο λεκέδες απ' τα χείλη των νάρκισσων που τους φίλησαν.
                                                                                                                                        Στέλιος Καραθεοδώρου


Κυριακή 23 Απριλίου 2017

ΣΤΟΙΧΗΘΕΙΤΕ

"ΣΤΟΙΧΗΘΕΙΤΕ", μας διέταξαν 
και αντί για στίχους σε ξέφρενο ποίημα, 
θυμίζαμε παραταγμένο στρατό κατοχής.
"ΣΤΟΙΧΗΘΕΙΤΕ", μας διέταξαν 
και αντί για αστέρια την νύχτα στον ουρανό, 
θυμίζαμε αναμμένα καντήλια σε μνήματα.

                                                         Σ.Κ.


Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Ελευθερία ή θάνατος

 Σκορπιστήκαμε ισάριθμα στους ανήλιαγους κύκλους της άμμου. Κάθε προσπάθεια παραβίασης των ορίων της σκιάς πατάσσεται πάραυτα. Φρόντιζαν γι’ αυτό τα όρνεα πάνω στις ομπρέλες. Τελικά ίσως μόνο την νύχτα καταφέρναμε να το σκάσουμε από εκεί. Κουρνιάζαμε όσο σκίζανε τους άτυχους συντρόφους μας με τα ράμφη τους. Υπομείναμε καρτερικά τον ήχο της σάρκας τους να ξεκολλάει με το στανιό απ’ τα κόκαλα μέχρι που έσβησε ο ήλιος στην θάλασσα. Πολλοί κατέληξαν νωρίτερα μέσα στα όρια της σκιάς από την αφυδάτωση. 
 Όσοι τα καταφέραμε ουρλιάξαμε στο σεληνόφως«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Λάβαμε για απάντηση το ουρλιαχτό των σαρκοβόρων θηρευτών απ’ τα βάθη του δάσους.«ΘΑΝΑΤΟΣ».

                                                                                  Στέλιος Καραθεοδώρου


Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Μάλμπορο Μαν

 Μια σκουριασμένη ουλή απ' το στέρνο ως τα χείλη στο πορτραίτο του, του θύμισε πως δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια πολυκαιρισμένη διαφημιστική αφίσα σε αυθαίρετο αγροτεμάχιο δίπλα στην εθνική. "Η Αμερική σκοτώνει τους καουμπόυ της με τσιγάρα μάλμπορο", σκέφτηκε και αναφώνησε αγανακτισμένος:
"ΕΓΩ ΕΙΜΙ Η ΚΑΥΤΡΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, Ο ΜΑΛΜΠΟΡΟ ΜΑΝ Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ".
 Την ίδια στιγμή, ένας περαστικός οδηγός κατέβασε το παράθυρο αδειάζοντας ένα τασάκι γόπες πάνω στις στιλπνές ψηλές μπότες του με τα αστραφτερά σπιρούνια και γκάζωσε για να το σκάσει. Ο Μάλμπορο Μαν καβάλησε ευθύς το άλογο και κυνηγώντας το αυτοκίνητο, με μια αιθέρια κίνηση στροβίλισε το λάσο πάνω απ' το κεφάλι του και πετώντας το περίτεχνα μέσα από το ανοιχτό παράθυρο κατάφερε να ακινητοποιήσει τον οδηγό τραβώντας τον έξω.
 Ο γκρίνγκο με την λευκή φουστανέλα και τις πιέτες παρακάλεσε γονατιστός για την ζωή του και ο Μάλμπορο Μαν τον λυπήθηκε και άπλωσε το χέρι για να τον βοηθήσει να ανεβεί στο άλογο του.
 Όσο η διπλοκάβαλη φιγούρα τους έσβηνε στο ηλιοβασίλεμα, δίπλα στο τουμπαρισμένο αυτοκίνητο που είχε αρπάξει φωτιά, ο γκρίνγκο με την φουστανέλα και τις πιέτες ψιθύρισε τρυφερά στο αυτί του Μάλμπορο Μαν:
"Αν αυτό σε παρηγορεί, η Ελλάδα σκοτώνει τους τσολιάδες της με τυρί φέτα".

                                                                                       Στέλιος Καραθεοδώρου

 

Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Ασφυξία

Τα ασφυκτικά ποιήματα γράφονται με μία εισπνοή,
απαγγέλλονται με μία εκπνοή
και εκδίδονται στα μονόστηλα της Δ.Ε.Η.

                                                     Σ.Κ.


Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Γδούπος

Αύριο δεν πάω δουλειά.
Θα μαζέψω απ' τα σιφόνια  τα ροκανίδια μου 
και απ' τους καθρέφτες της πνοής μου την πάχνη.
Στο κομοδίνο θ' αφήσω το τελευταίο μου θρόισμα 
και στη κούπα ρετσίνι απ' τα σκισμένα μου χείλη.
Μην ξεχάσω απ' τις πρίζες να ξεριζώσω τις απολήξεις μου 
και λίγα ψίχουλα στο περβάζι 
για τα τρομαγμένα πουλιά απ' τον γδούπο.

                                                                              Σ.Κ.


Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Χνάρια

Κυλάει σκουριά στης μοίρας τα χαρακώματα,
ξεθωριάζουν του φευγιού μου τα χνάρια.

                                            Σ.Κ.


Ξένοι

Ξένοι είναι τα χελιδόνια στα σύρματα,
οι φυσαλίδες απ' της φάλαινας τον λυγμό,
των απάτριδων οι ξέπνοοι φθόγγοι στους φράχτες,
οι μελωδίες που λιώνουν σε παρτιτούρες ηλεκτρικές,
οι λέξεις που καίνε ακόμα στις στάχτες των στίχων.

                                                              Σ.Κ.



Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

Κλαίουσα

Στις κλαίουσας τις αιωρούμενες ταξιανθίες,
στου θρήνου τα εκκρεμή παραγάδια,
μοιρολόγια δεν στάζουν στο χώμα ποτέ,
των δακρύων μονάχα θροίζει το σπάραγμα.

                                       Σ.Κ.


Της φυλακής τα σύννεφα είναι για τους δραπέτες

                                                       Σ.Κ.


Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

Καρέ

Αν τα παράθυρα ήταν καρέ από φιλμ, τότε κάθε λεωφορείο που θα περνούσε από μπροστά μας θα ήταν μια ταινία μικρού μήκους.

                                                                     Σ.Κ.



Όσο τα σάβανα είναι κουκούλια, είμαστε πεταλούδες.

                                                                 Σ.Κ.


Ιδιωτικότητα

Η ιδιωτικότητα μιας στιγμής 
δεν καθορίζεται από τον περιορισμό της, 
αλλά από την ηθική των μαρτύρων της.

                                                                                          Σ.Κ.


Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Το νυστέρι και το φτυάρι


   Στους προθάλαμους των ιατρείων και στις κηδείες οι άνθρωποι γίνονται ένα.
 Πάνω απ’ τα φέρετρα οι άσπονδες έχθρες παραγκωνίζονται, τα μάτια δακρύζουν, τα χέρια μπλέκονται, οι λέξεις ενώνονται με λυγμούς.
 Έξω απ’ τα ογκολογικά η πυγμή γίνεται συγκατάβαση, τα καλάμια προσγειώνονται ανώμαλα και ο ταξικός διχασμός κατακρημνίζεται στην χοάνη της ματαιότητας.
 Μπρος στο νυστέρι και το φτυάρι η ύπαρξη ξεγυμνώνεται, οι πανοπλίες φυλλοροούν και η κοντινότερη αγκαλιά γίνεται άκριτα αποκούμπι.
 Δεν είναι το τώρα που μας ενώνει, μα ο φόβος του θανάτου που μας γυμνώνει. Όχι ο θάνατος αυτός καθ’ εαυτόν που εξ’ ορισμού μας χωρίζει, μα το άγνωστο «πώς» και το «πότε» του, η βαρβαρότητα και η αμεσότητα της προοπτικής του.
 Η ποθητή μακροημέρευση, μαζί με τα ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά τέλη, είναι η ανέξοδη προσευχή της ανέμελης άγνοιας, μα και της γνώσης που οι συνθήκες της εξασφαλίζουν την απαραίτητη παράταση ζωής, το αναγκαίο κουράγιο για την ανασύνταξη των δυνάμεων στην μάχη της επιβίωσης. 
 Αν το αρχέγονο δρεπάνι στομώσει, αν αργήσει να σε τελειώσει, τότε η απελπισία γίνεται μέγγενη που συνθλίβει τα μέσα σου, κατατρώει την ουσία της ύπαρξης σου και ότι απομένει είναι ένα έρμαιο, μια σκιά, μια μορφή προχωρημένης αποσύνθεσης εν ζωή.
 Ο φόβος του τέλους, η ημερομηνία της λήξης, το ενδεχόμενο της παρατεταμένης παρακμής και του πόνου πριν την οριστική ανυπαρξία, χαράζει ενδόμυχα την ισόβια ρότα μας, διαλέγει τις στεριές που θα μας ξεβράσει το κάθε παρόν, το κάθε στοιχειωμένο δευτερόλεπτο που γίνεται χνάρι μας. Όταν η πιθανότητα δώσει εκβιαστικά την θέση της στην αδυσώπητη και αναπόφευκτη βεβαιότητα του θανάτου, ο απότοκος τρόμος της μας μουδιάζει καθολικά, μας παγιδεύει σε μια μετέωρη αδράνεια που λουφάζει στις παρυφές της καθημερινότητας των άλλων, προσμένοντας μάταια μέχρι την ύστατη στιγμή, την λύτρωση που δεν έρχεται ποτέ. 
 Ο θάνατος δεν λύτρωσε κανέναν νεκρό. Η λύτρωση είναι βίωμα που προϋποθέτει όχι μόνο την επιβίωση, αλλά και την επανάκτηση της ποιότητας ζωής για να γίνει αντιληπτή από τον άμεσα ενδιαφερόμενο. Η λύτρωση του θανάτου αφορά τους ζωντανούς, καταλαγιάζει την οδύνη των οικείων μέσα από ένα πρίσμα αμφίβολης μεταθανάτιας δικαίωσης του εκλιπόντα. Ο θάνατος δεν ανακούφισε, ούτε δικαίωσε κανέναν νεκρό ποτέ. Ούτε ήρωες φτιάχνει ο θάνατος, ούτε η ακρότητα που τον αψηφά. Η ηρωοποίηση της αντανακλαστικής υπέρβασης του απεγνωσμένου θηράματος, είναι το σμάλτο που μας χρυσώνει το χάπι και μας χαρίζει απλόχερα την ψευδαίσθηση της αθανασίας στο πάνθεο της υστεροφημίας. Τίποτα απ’ αυτά δεν περιέχεται στην νεκρότητα. Ο θάνατος απλά μας σκοτώνει και λίγες γενιές μετά, μας καταδικάζει στην αέναη λήθη. Τα εκκλησάκια στις άκρες των δρόμων αντέχουν, όσο αντέχουν τα χέρια που ανάβουν τα καντήλια τους.


 Ο εγκλωβισμένος στην τελική του ευθεία, ισορροπεί ξυπόλητος σε λεπίδα. Βαδίζει εν γνώσει του προς το ικρίωμα, άλλες φορές λιγοψυχώντας και άλλες χαμογελώντας με το κεφάλι ψηλά. Είναι μοναχικός καβαλάρης χωρίς ξεγνοιασιά. Όσοι του συμπαραστέκονται στα ωράρια των επισκεπτηρίων της φυλακής του, έχουν το αβαντάζ του διαλλείματος από την φρίκη στην απάνεμη αγνωσία της μοίρας τους, στην θαλπωρή της ρουτίνας, στην νωθρότητα της αναβολής. Ο μελλοθάνατος όμως, δεν ξαποσταίνει ποτέ. Αναθαρρεί με το χάδι του ανατέλλοντος ήλιου, νιώθει ευγνώμων που ξυπνά στην μέρα της μαρμότας ξανά και ξανά. Δεν έχει την πολυτέλεια του μακροπρόθεσμου, ούτε την γαλήνη της νοσταλγίας. Ανακυκλώνεται γύρω απ’ το στριμωγμένο του τώρα, σε μια φυγόκεντρο τροχιά που ξεχωρίζει το κίβδηλο και συγκρατεί αυτό που ποτέ δεν μπορεί να παρθεί, το απέριττο κάλλος της ύπαρξης, την αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού που απώλεσε οριστικά την φανφάρα της ξιπασιάς του και παλεύει να προλάβει στιγμές, να αδράξει ότι πολύτιμο προκύψει στο κάθε του σήμερα.
 Ότι μένει είναι αλήθειες γυμνές, οι νυγμοί στις καρδιές και τ’ αγγίγματα. Οι φευγαλέες στιγμές που παιχνιδίζουν στων ματιών μας τις άκρες, η θωριά μιας φιγούρας ζεστής στον ορίζοντα ενός δειλινού, η ανατριχίλα απ’ την γνώριμη χροιά της φωνής σ’ ένα τυχαίο παράκουσμα. Η μυρωδιά της αγκαλιάς, η νικοτίνη στα ρούχα της δουλειάς και της μάνας ένα γλυκό της ανάθεμα. Η παιδική σκανταλιά, τα γέλια που αντηχούν από μακριά, των ανήμπορων πλασμάτων το σπάραγμα.
 Ότι χάρισες απλόχερα και τ’ ανείπωτα που μέσα σου κράτησες, γαληνεύουν τις προσδοκίες σου οι δαίμονες που κάποτε λάτρεψες, ικετεύεις να μην σε μισήσουν για την φθορά σου αυτοί που αγάπησες. 
                                                                   
                                                                                     Στέλιος Καραθεοδώρου