Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

Πολιτισμός

Κοιτίδα πολιτισμού είναι 
οι απαγχονισμένες ανακολουθίες 
στις παρυφές της κοινοτοπίας. 

Τα διάσπαρτα αιωρούμενα σκιάχτρα 
στους περιφερειακούς φανοστάτες 
σχηματίζουν τις πολιτείες στους χάρτες.
                                                                                 
                                                                        Σ.Κ.


Κοσμογονία

 Ένα νέφος υδρατμών θα αρκούσε, όσο η αχνάδα μια τυχαίας εκπνοής πάνω στο τζάμι, που κάνει στιγμιαία την ζωή απ’ την άλλη μεριά να φαντάζει αμυδρή ή λίγα δάκρυα στα μάτια, που σπάνε την μορφή του κόσμου και την κάνουν ρευστή, για να μείνω παντοτινά στην θαλπωρή του ισχνού, στην χώρα της εγγενούς θολερότητας, εκεί που οι αισθήσεις αδυνατούν να συνάψουν αυτοματισμούς με το ανοίκειο και πλάθουν άφοβα κόσμους μαγικούς, μετέωρες πολιτείες από αέρινα υλικά, περίπλοκες δομές που προκύπτουν απ’ την ένωση της διάστικτης ρότας των εκλάμψεων ενός νεφελώματος, σαν μικρός θεός που συνθέτει έναν πρισματικό γρίφο από αβαρείς παραμορφώσεις, απαλλαγμένος απ’ την συνθήκη της αρχής και του τέλους, της μονοδιάστατης ύπαρξης που συνθλίβεται ανάμεσα στο ταβάνι και το πάτωμα, σαν αερικό που δίνει πνοή στην ίδια του την αχανή πλάνη, μια απαστράπτουσα σκέψη που καταφέρνει να ενσαρκώνει το χάος, όπως το γυροσκοπικό φως ενός φάρου σκίζει το σκοτάδι και αναβλύζει η θάλασσα απ’ την πληγή, μια μαρμαρυγή που χαρακώνει το έρεβος και απ’ τα σπλάχνα του ξεπροβάλλει ένα νέο άγνωστο σύμπαν.
 Γι’ αυτό σου λέω, δεν έπεσα απ’ τα σύννεφα. Ίσως απ’ την ταράτσα όπως έσκυψα πάνω στα κάγκελα για να θαυμάσω την Άλμπα, την κάτασπρη γάτα της γειτονιάς που έπαιρνε το μπάνιο της πάνω στον τοίχο του παρακείμενου ακάλυπτου, όσο μια παιχνιδιάρα ακτίνα του ήλιου διέσχιζε σαν χάδι την σιλουέτα της, απ’ το ρυθμικό διάκενο που άφηνε η γλώσσα της κάθε φορά που κατέληγε στο τρυφερό της πέλμα και ξεκινούσε να γλείφει πάλι απ’ την αρχή.
 Όσοι ζούνε στα σύννεφα δεν πέφτουν ποτέ. Κολλάνε στο συνονθύλευμα της κοσμογονίας όπως το έντομο στον ιστό μιας αράχνης, η βελόνα της πυξίδας στον βορά και οι θηλές της γλώσσας στο παγωμένο μέταλλο. Μόνο με την βροχή καταλήγουν συνειδητά στο έδαφος, σαν παροδικοί έκπτωτοι άγγελοι που βρίσκουν την ευκαιρία να καταστρώσουν το νέο αιθέριο πλάνο τους, λίγο πριν το πρώτο φως της ημέρας τους κάνει πάλι ομίχλη, την αρχέγονη μήτρα των πάντων, το πέπλο της απόκοσμης καταχνιάς που δίνει όψη στην απουσία, όταν σφιχταγκαλιάζει το τίποτα.
                                                                                          Στέλιος Καραθεοδώρου