Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Έχω μια φίλη

 Έχω μια φίλη που τα μαλλιά της είναι από καστανόχωμα και όταν τα τινάζει περνώντας από ανάμεσα τ’ ακροδάχτυλα, θαρρείς ακούς το ψιθύρισμα απ’ τα δικράνια που λιχνίζουν το στάρι στ’ αλώνι και αναβλύζει μεμιάς η υποφώσκουσα μυρωδιά του ψιλόβροχου, που σε αρπάζει με το στανιό απ’ την μύτη, όπως η ιξώδης πυγμή της γλώσσας του χαμαιλέοντα, που τραβάει το θύμα στο στόμα του θύτη και κολλάει τ’ αυτί σου στο στήθος της, στην θαλπωρή της φουφούς τον μακρονύχτη χειμώνα, να σου τρυπάει απ’ άκρη σ’ άκρη τα τύμπανα με άγριο κάρδαμο, να μένεις πίσω της πτώμα, οδηγούνε στον τάφο σου τα ξυπόλητα χνάρια της, ζωγραφισμένα στην άνυδρη γη από ατίθαση χλόη, η αγάπη είναι ψεύδαμο μαζί και λίγη αληθινόη.
                                                                                              Στέλιος Καραθεοδώρου



Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

Πολιτισμός

Κοιτίδα πολιτισμού είναι 
οι απαγχονισμένες ανακολουθίες 
στις παρυφές της κοινοτοπίας. 

Τα διάσπαρτα αιωρούμενα σκιάχτρα 
στους περιφερειακούς φανοστάτες 
σχηματίζουν τις πολιτείες στους χάρτες.
                                                                                 
                                                                        Σ.Κ.


Κοσμογονία

 Ένα νέφος υδρατμών θα αρκούσε, όσο η αχνάδα μια τυχαίας εκπνοής πάνω στο τζάμι, που κάνει στιγμιαία την ζωή απ’ την άλλη μεριά να φαντάζει αμυδρή ή λίγα δάκρυα στα μάτια, που σπάνε την μορφή του κόσμου και την κάνουν ρευστή, για να μείνω παντοτινά στην θαλπωρή του ισχνού, στην χώρα της εγγενούς θολερότητας, εκεί που οι αισθήσεις αδυνατούν να συνάψουν αυτοματισμούς με το ανοίκειο και πλάθουν άφοβα κόσμους μαγικούς, μετέωρες πολιτείες από αέρινα υλικά, περίπλοκες δομές που προκύπτουν απ’ την ένωση της διάστικτης ρότας των εκλάμψεων ενός νεφελώματος, σαν μικρός θεός που συνθέτει έναν πρισματικό γρίφο από αβαρείς παραμορφώσεις, απαλλαγμένος απ’ την συνθήκη της αρχής και του τέλους, της μονοδιάστατης ύπαρξης που συνθλίβεται ανάμεσα στο ταβάνι και το πάτωμα, σαν αερικό που δίνει πνοή στην ίδια του την αχανή πλάνη, μια απαστράπτουσα σκέψη που καταφέρνει να ενσαρκώνει το χάος, όπως το γυροσκοπικό φως ενός φάρου σκίζει το σκοτάδι και αναβλύζει η θάλασσα απ’ την πληγή, μια μαρμαρυγή που χαρακώνει το έρεβος και απ’ τα σπλάχνα του ξεπροβάλλει ένα νέο άγνωστο σύμπαν.
 Γι’ αυτό σου λέω, δεν έπεσα απ’ τα σύννεφα. Ίσως απ’ την ταράτσα όπως έσκυψα πάνω στα κάγκελα για να θαυμάσω την Άλμπα, την κάτασπρη γάτα της γειτονιάς που έπαιρνε το μπάνιο της πάνω στον τοίχο του παρακείμενου ακάλυπτου, όσο μια παιχνιδιάρα ακτίνα του ήλιου διέσχιζε σαν χάδι την σιλουέτα της, απ’ το ρυθμικό διάκενο που άφηνε η γλώσσα της κάθε φορά που κατέληγε στο τρυφερό της πέλμα και ξεκινούσε να γλείφει πάλι απ’ την αρχή.
 Όσοι ζούνε στα σύννεφα δεν πέφτουν ποτέ. Κολλάνε στο συνονθύλευμα της κοσμογονίας όπως το έντομο στον ιστό μιας αράχνης, η βελόνα της πυξίδας στον βορά και οι θηλές της γλώσσας στο παγωμένο μέταλλο. Μόνο με την βροχή καταλήγουν συνειδητά στο έδαφος, σαν παροδικοί έκπτωτοι άγγελοι που βρίσκουν την ευκαιρία να καταστρώσουν το νέο αιθέριο πλάνο τους, λίγο πριν το πρώτο φως της ημέρας τους κάνει πάλι ομίχλη, την αρχέγονη μήτρα των πάντων, το πέπλο της απόκοσμης καταχνιάς που δίνει όψη στην απουσία, όταν σφιχταγκαλιάζει το τίποτα.
                                                                                          Στέλιος Καραθεοδώρου


Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

Το μολύβι

 Αν βαδίσεις στα ίχνη του ανάποδα, θα συναντήσεις το κατάλευκο τίποτα, σαν το στρωμένο σεντόνι που περιμένει καρτερικά να αποτυπωθούν επάνω του οι πτυχώσεις μας. Αν πάλι το έχεις μπροστά σου, θα παρασύρουν το βλέμμα σου οι λέξεις που δημιουργούνται ακολουθώντας τα χνάρια του, μέχρι να χαθεί οριστικά απ’ τον ορίζοντα στο χείλος του γκρεμού που σχηματίζει η τελευταία του αράδα, λίγο πριν το ίδιο άγραφο τίποτα και είναι αυτή η συνθήκη που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν τελικά μπορεί να υπάρξει ζωή χωρίς τον άνθρωπο, ποίημα χωρίς το μολύβι που ενσαρκώνει την αιθέρια πλάνη των στίχων στο χαρτί ή πόλεμος χωρίς την μολυβένια σφαίρα που γράφει παράλληλα την ιστορία του κόσμου με αίμα.
                                                                                                                             Στέλιος Καραθεοδώρου


Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Ποίημα είναι...

Τα πουλιά που συνεχίζουν το φτεροκόπημα
λίγο πριν πέσουν αιμορραγώντας στο χώμα,
τα χρυσόψαρα που πλαταγίζουν τις ουρές τους στο πάτωμα,
σαν γλώσσες κομμένες που απαγγέλουν έξω απ’ το στόμα,
οι ψυχές που βγαίνουν χορεύοντας απ’ τα σώματα
στον ρυθμό του σφυγμού στις εντατικές,
στους παλμογράφους καταγράφονται οι τελευταίοι τους στίχοι
και ότι μένει είναι ευθείες γραμμές,
τα δάκρυα που κυλούν προς τα μέσα
και χαρακώνουν τα σπλάχνα μας,
δυο αρχικά, μια καρδιά κ’ ένα βέλος που στάζουν ρετσίνι 
οι πρώτες αγάπες μας, 
η λέξη που σπαρταράει κρεμασμένη απ' τα χείλη μας, 
ο αντίλαλος του αυχένα όταν σπάει
και του όχλου οι κραυγές
που στοιχειώνουν για πάντα την μνήμη μας.
                                                                             Σ.Κ.


Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Πρώτη φορά που με πήγαν στην θάλασσα 
οι πατούσες μου καίγανε, 
δεν τολμούσα να βγάλω τις κάλτσες στην άμμο. 

Σαν δυο φίδια αλμπίνο τα κάτασπρα πόδια μου 
έσερναν το περίσσιο δέρμα που αλλάζανε, 
μαμά γιατί μεγαλώνω; 

Κάθε μέρα η σκιά μου αμείλικτα 
κόντρα στον ήλιο μάκραινε 
και όταν έπεφτε το σκοτάδι, 
ονειρευόμουν πως σταματούσα τον χρόνο.
                                                                       
                                                      Σ.Κ.


Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018


τα μουντά πρωινά 

οι άνθρωποι στα τζάμια των λεωφορείων 

μοιάζουν με κτίρια 

σαν φευγαλέα πορτραίτα 

μιας αγέρωχης ματαιότητας 

που στο παρθενικό τους ταξίδι 

αγνοούν πως θα γίνουν συντρίμμια

                                           Σ.Κ.


Κυριακή 5 Αυγούστου 2018

Σαγήνη

σαγήνη 

ο μακρόσυρτος βρυχηθμός 
που στομώνει 
τις συμπληγάδες σπάλες σου 
σε κάθε ανεκπλήρωτο φτεροκόπημα 

τα λουλούδια που φυτρώνουν 
στα παλλόμενα μπράτσα σου 
όταν μπήγεις τα χέρια 
στα σπλάχνα της γης

                                     Σ.Κ.


Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

"Οδός ονείρων"

 Ο διερχόμενος ιριδισμός χρωμάτιζε σταδιακά το υδάτινο φάσμα του θερμοπίδακα μέχρι τις παρυφές της εμβέλειας του, η πλουμιστή λωρίδα της διάθλασης σάρωνε τον ορίζοντα κατά μήκος της διάφανης αυλαίας από αιωρούμενα σταγονίδια που συνόδευε την τροχιά του νερού, μια εξίτηλη πινελιά σαν τυχαίο χάδι που έκανε το τοπίο στο φόντο της βρόχινης αψίδας να αναριγεί στο περαστικό άγγιγμα της, μια οπτική αλληγορία που ζωντάνευε για λίγο μέσα απ’ το πρίσμα ενός εφήμερου θρυμματισμένου καρέ και έσβηνε σκορπώντας στον αέρα μαζί με το κρυστάλλινο νέφος που την είχε γεννήσει.
 
 Στην κορυφή της προοπτικής του δρόμου, κόντρα στης ηλιοβολής το χρυσοποίκιλτο φως, που εξαϋλώνει των σχημάτων τις περιττές λεπτομέρειες και αποτυπώνει στο έδαφος τις δυσθεώρητες απόκοσμες σκιές της πεμπτουσίας τους, η σιλουέτα της περαστικής λατέρνας απομακρύνεται σέρνοντας νωχελικά το ηχητικό της πέπλο, την διάφανη σμίλη που εξαλείφει τα σκληρά περιγράμματα των ανθρώπων με έναν τρόπο μαγικό, για όσο διαρκεί το διαπεραστικό ηχοκύμα του φορητού κλειδοκύμβαλου που σαρώνει την πολύβουη γειτονιά, παγώνει τα σώματα σε μια στάση διεισδυτικής προσήλωσης, σε μια μαζική παράκρουση ιερής εσωστρέφειας, ικανής να γκρεμίσει μεμιάς τα τείχη που καθιστούν την γύμνια της ψυχής μας μια μορφή πορνογραφικής αδυναμίας και γίνεται ξάφνου όλος ο δρόμος αιφνιδιαστικά ρευστός, απ’ τις εξατμίσεις θαρρείς αναβλύζει γαζία και βασιλικός, ενώ των ανθρώπων οι μύχιες σκέψεις ηχούν σαν κελάρυσμα μακρινό, που παρασύρει την συναίσθηση όλου του κόσμου στην υπνωτική περιδίνηση της χειροκίνητης μανιβέλας, βυθίζοντας στην μελωδική της χοάνη την άτακτη χορευτική συναυτουργία των αυθύπαρκτων πυρήνων, στην οδό μιας κοινής ονείρωξης και κάνει την ουτοπία της άδολης συνύπαρξης, να φαντάζει στο ρεφρέν του τραγουδιού εφικτή.
 
 Πάνω από τις σκιώδεις βουνοκορφές, στέκει αταξίδευτο ένα σύννεφο που πείσμωσε στου ανέμου τις επίμονες ριπές, σαν φουρφουράκι καρφωμένο στο στερέωμα που όσο στριφογυρίζει αλλάζει χρώματα και μορφές, μα δεν φεύγει ποτές, μοιάζει την μια σαν δράκος κολοβός που ανοίγει αγριεμένος το στόμα για να φτύσει φωτιές και αμέσως μετά, αλλάζει η όψη του ξαφνικά, ένα ανεκπλήρωτο φτέρνισμα φαίνεται να το τυραννά, σφαλίζει το στόμα, φουσκώνει και ύστερα ξεψυχά. Όταν γύρισα το βλέμμα μου μετά από ώρα να το δω, κείτονταν ξέπνοο σαν να ήταν νεκρό, άρρωστο θα ‘ταν από μέσα μου είπα και χουχούλιασα το τζάμι του αυτοκινήτου γύρω απ’ το σημείο που έστεκε πριν στον ουρανό και κατάφερνα έτσι να το διατηρώ με τις ανάσες μου ζωντανό, στο ταξίδι μου να το ‘χω για φυλαχτό, με την αγάπη στου μυαλού μας τον καμβά τελικά όλα αλλάζουν κι ας είναι γερά σφηνωμένος μες στου κρανίου το ανήλιαγο κενό.
                                                                                                      Στέλιος Καραθεοδώρου


Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Τόσο μακριά, τόσο κοντά

 Το ξημέρωμα σε έβρισκε χωρίς τις αισθήσεις σου πάντα στο ίδιο σημείο, στην νοητή γραμμή που αυθαίρετα ξεχωρίζει την απορρέουσα φανταστική σου εκκίνηση από τον απαράλλαχτα φανταστικό σου τερματισμό, εκεί που η πεποίθηση μιας τετελεσμένης φυγής δίνει πάλι την θέση της στην ψευδαίσθηση ενός νέου ξεκινήματος, εκεί που αντικρίζεις την προοπτική του μελλοντικού σου ορίζοντα να προδιαγράφεται μπροστά σου σαν κακόγουστη φάρσα, μια αναπόδραστη διανυσματική ακολουθία που σε κατευθύνει όπως το τεντωμένο σκοινί, να βηματίζεις με το στανιό πάνω στα χτεσινά σου χνάρια. 
 Κάθε φορά που άνοιγες τα μάτια, ανακάλυπτες με το βλέμμα τα παπούτσια σου ζευγαρωμένα στην σκιά της πυκνής φυλλωσιάς ενός άγριου θάμνου, να κρέμονται από πάνω σου γαντζωμένα στην ίδια ξυλώδη απόφυση, σαν ερωτευμένες νυχτερίδες που εποπτεύουν από ψηλά το αναιμικό υπόλειμμα του αποκαμωμένου τους δείπνου στο ηλιόλουστο χώμα. 
 Ο νεαρός βλαστός της παρακείμενης περικοκλάδας που ξερίζωνες ασυναίσθητα τραβώντας τον με την πρώτη σου κίνηση όταν ξυπνούσες, φύτρωνε πάλι την νύχτα και όσο κοιμόσουν επέμενε να τυλίγεται σφιχτά γύρω απ’ τις γάμπες σου. Το περίεργο αυτό ολονύχτιο μπόντατζ με τους ανθοφόρους κόμπους του αναρριχητικού φυτού, προκαλούσε στα άκρα σου μια ληθαργική ασφυξία, μια γλυκιά παραίσθηση χωλότητας που σ’ έκανε να ονειρεύεσαι πως δεν είχες πια πόδια, πως το επόμενο πρωινό θα είχες απαλλαχθεί από το καθημερινό μαρτύριο της ράθυμης κινητοποίησης τους. 
 Είχες για πολύτιμο φυλαχτό σου ένα κομμάτι σκουριασμένης λάμας από τοξοπρίονο, συντηρούσε σημειολογικά τον μύθο της οριστικής απόδρασης από την πεζότητα της καθημερινότητας σου, το είχες ξεθάψει τυχαία με τις σόλες σου μια μέρα που έσερνες την σκιά σου στην ίδια βαρετή διαδρομή, που όσες φορές το άφηνες πίσω, τόσες το έβρισκες πάλι μπροστά σου, να πάλλεται σαν ράχη που αναριγεί στο άκουσμα μιας απόκοσμης μελωδίας, να βγάζει ήχους αλλόκοτους σαν θέρεμιν που στριγγλίζει στο ανέπαφο χάδι των ορίων της αύρας του, κάθε μέρα εσύ να φεύγεις μακριά του, τόσα χρόνια όλο και πιο κοντά.
                                                                                              Στέλιος Καραθεοδώρου


Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Το εκκλησάκι

 Μια ξεθωριασμένη φωτογραφία του εκλιπόντος στην προθήκη, ξεχωρίζει ένα μνημείο απουσίας από αυτό της ευγνωμοσύνης, συνήθως το δεύτερο μόνο το πορτραίτο του προστάτη αγίου φιλοξενεί και είναι αυτή η συνθήκη που διαχωρίζει την βεβαιότητα του θανάτου απ’ την ανακούφιση της οριακής αποφυγής του, την ματαιότητα της προσδοκώμενης ανάστασης από το τάμα που ξεχρέωσε την εκπλήρωση της προσευχής μας γι’ αυτή, ένα φαγιούμ που εξακολουθεί να αποκτάει ρυτίδες, ένα παροπλισμένο σκαρί σε αργή αποσύνθεση στις όχθες του δρόμου, μοιάζει με την αδυσώπητη θάλασσα που αναριγεί αντανακλαστικά μόνο με του ανέμου το χάδι και ποτέ με την θύμηση όσων πνίγηκαν στα βάθη της, μια φύση επαναλαμβανόμενα νεκρή, που κάθε άνοιξη της προσάπτουμε τον μύχιο πόθο της μεταφυσικής αναγέννησης και αναρωτιέμαι αν η εαρινή γλυκάδα που σκεπάζει την πλάση είναι πέπλο ή σάβανο, είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα που χλευάζει την φύση ή το σαρδόνιο γέλιο της φύσης για την ανθρώπινη ματαιότητα.
                                                                                             Στέλιος Καραθεοδώρου


Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Η ροδιά

 Ήταν στ’ απόνερα ενός μακρόσυρτου χειμώνα, οι μέρες μικρές, το σκοτάδι δεν μέριαζε μπρος στο δειλό τους φως ακόμα και της άνοιξης οι πρώτοι τρυφεροί βλαστοί, πάσχιζαν να σπρώξουν με τις κορφές τους το χώμα.
 Στο τασάκι της αυλής, το βρόχινο νερό ξεχειλίζει, το τελευταίο σου τσιγάρο δεν έσβησε καλά και ακόμα καπνίζει, τα γυμνά κλαδιά της ροδιάς που γέρνουν επάνω σου μοιάζει να θυμιατίζει, ένας πολτός από γόπες με κραγιόν και της στάχτης το θρύμμα, στον πυθμένα του λιώνουν τρία κίτρινα φύλλα, σαν τρείς έκπτωτοι άγγελοι , σαν χρυσό με λιβάνι και σμύρνα. 
 Κάθε καψάλισμα της καύτρας που πλησιάζει τα χείλη, στους ρόζους των ακροδάχτυλων πύρινο κομποσκοίνι, μια προσευχή στον λαιμό που δεν λέει να βγει και σε πνίγει, μια ανάσα καυτή πιο κοντά στο μυαλό, φιτίλι που καίει την λήθη μαζί και την μνήμη. 
 Θυμήθηκες την υπόσχεση που δώσαμε ανέγγιχτη να μένει η γλυκόκαρπη σοδειά, στο δέντρο την αφήναμε βορά στα πεινασμένα πουλιά, υπομονετικά καρτερούσαν να σκάσει των ροδιών ο παραγινωμένος φλοιός και έμπηγαν τότε τα σπουργίτια το ράμφος απ’ την οπή της φλούδας εντός, από την σχάση του κατακόκκινου πυρήνα ρουφούσαν τον χυμό με όλη τους την ψυχή και περνούσαν οι μήνες, άδειαζαν οι καρποί, κρέμονταν σαν ξύλινα κουφάρια απ’ το κλαδί, στο πρώτο αεράκι του χειμώνα έπεφταν με κρότο και σκόρπιζε ο σπόρος τους σε όλη την αυλή. 
 Σε βρήκε μονάχη η απόκοσμη ψύχρα εκείνου του δειλινού, στην αγκαλιά της κοιμήθηκες δίχως τύψεις στο νου και ονειρεύτηκες πως ήσουν ροδιά, πως απ’ την δέντρινη ράχη σου βγήκαν κλαδιά, το τελευταίο σου δάκρυ μαλάκωσε την άνυδρη γη και ρίζωσε βαθιά ο κορμός σου πολύτιμο νερό για να βρει, η τελευταία σου κραυγή, δεν είχες φωνή, έγινε φύλλωμα και πορφυροί ανθοί. 
 Γύρισα στο σπίτι αργά απ’ την δουλειά. Στην μικρή μας αυλή μια νεαρή ανθισμένη ροδιά και τα ρούχα σου σκισμένα πάνω στα κλαδιά, αμέσως κατάλαβα τι είχε συμβεί, γονάτισα μπροστά της και έκλαψα πικρά, το πρωί τα παντζούρια στο σπίτι κλειστά, ότι απέμεινε να μας θυμίζει, δυο παράξενα δέντρα αντικριστά.
                                                                                  Στέλιος Καραθεοδώρου



Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

#haiku

       Άδειες οι κόγχες      


στον γδούπο του βλέμματος

 δύο λουλούδια.
               
                               Σ.Κ.



Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Βιομηχανικός λυρισμός

 Βιομηχανικός λυρισμός είναι 
οι αντλίες στα βενζινάδικα 
που στάζουν λικέρ από κράνα, 
το φρουτώδες εκνέφωμα 
της ιπτάμενης φάλαινας 
που χασμουριώντας 
καταπίνει τα πορφυρά δειλινά, 
η ακατάσχετη πλουμιστή 
σιελόρροια της νευροτοξίνης 
από δάγκωμα δηλητηριώδους 
ουράνιου τόξου, 
δυο αγόρια που κάνουν φούσκες 
με Μπιγκ Μπάμπολ 
στο τελευταίο παγκάκι της αποβάθρας, 
η ανεπαίσθητη μυρωδιά 
από λιπ γκλος φράουλας 
στον ελαιώνα της Γεσθημανής. 
                                 Σ.Κ.


Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Υποβρύχιο Έμενταλ

 Η ακλόνητη διάστικτη ανάκλαση της φωταψίας στις κυματοειδείς πτυχώσεις του νερού, κρατούσε το αδηφάγο μου βλέμμα στην επιφάνεια, όπως το αδρανές συνονθύλευμα της εγκυστωμένης πρωινής απόπνοιας του δάσους στην περιρρέουσα άπνοια, εκείνο το ράθυμο πέπλο της πρωινής ομιχλώδους νωθρότητας που υπερίπταται της παγωμένης γης, αντικατοπτρίζει τις προσπίπτουσες ακτίνες του ανατέλλοντος ήλιου, απωθώντας τις μάταια όσο το κατατρώνε βασανιστικά.
 Τι τραγελαφική αμέλεια, να ξεχάσω να κλείσω τα μάτια πριν βυθιστώ, να απολέσω κάθε οπτική μνήμη που λειτουργεί σαν σωσίβιο και εμποδίζει την κυτταρική ροπή ενδοτικότητας μου στο αβυσσαλέο χάος, έτσι όπως με κρατά αμφιταλαντευόμενο σαν αιωρούμενο εκκρεμές απ’ τα ίδια μου μάτια, μια άβουλη μαριονέτα που χορεύει σπασμωδικά ανάμεσα σε δυο κόσμους, στις οριακές υπερεκτάσεις των επίπλαστων ζωτικών της νημάτων, αδύναμη να αφεθεί άναρθρα σαν μια κραυγή, να γίνει η λέξη που περικλείει όλες τις λέξεις του κόσμου, το ανείπωτο σύνθημα που κάνει τους ανέκφραστους τοίχους να ρυτιδιάζουν, η αστρική χοάνη που μαγικά σε οδηγεί στην ολότητα αγόγγυστα, χωρίς εγχειρίδιο, χωρίς τους ενδιάμεσους σταθμούς, τον εκβιαστικό βηματισμό πάνω σε μια αριθμημένη ακολουθία αναγωγών, ενός άρτιου υπολογιστικού συστήματος.
 Η σύλληψη της ζωής, το φυσαλιδώδες περίβλημα που εγκολπώνει ένα μέρος του τίποτα μετουσιώνοντας το σε κάτι, το δόλωμα της υλικής αυθυπαρξίας που χρίζει νούμερο το ματαιόδοξο μηδενικό, ο δημιουργικός πουαντιγισμός που συσπειρώνει όλες αυτές τις ετερόκλητες κεράτινες φολίδες σε κυψελοειδή διάταξη σχηματίζοντας μια ανθρωπόμορφη αβγοθήκη, αποτελεί μια συμπαντική ατραξιόν, ένα χρυσό στολίδι στην ελικοειδή γιρλάντα της ύπαρξης. Ο θάνατος δεν το απελευθερώνει ποτέ, αφήνει άθικτο πίσω του ένα σφαιρικό κενό, ένα μνημείο που γύρω του διαμορφώνεται ένα ικτερικό τρισδιάστατο τοπίο ωχρών απ’ τον χρόνο αναμνήσεων, ένα κουβάρι γεγονότων που περιπλέκεται κυκλώνοντας την ανυπαρξία, σαν παλιά τσαλακωμένη εφημερίδα που ταξιδεύει στον άνεμο, ένα κίτρινο φωσφορούχο τρυπητό βαθυσκάφος που μπάζει νερά, ένα υποβρύχιο έμενταλ στην λούπα μιας αέναης καταδυόμενης πιρουέτας, σε μια θάλασσα χωρίς βυθό.
                                                                                          Στέλιος Καραθεοδώρου


Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου 
να ξεχειλίζουν οβομαλτίνη από τ’ αυτιά,
οι κόρες στον κόρφο τους μαθαίνουν να θρέφουν φονιάδες 
και απ' τα σκέλια των γιων κρέμεται πτυσσόμενη η λεβεντιά.

"ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΚΛΙΚΑ" φωνάζουν κοιτώντας ψηλά οι παπάδες, 
κρύο πιάτο ένα κουφάρι σε ασπίδα απαιτούν οι μανάδες, 
μα τα συννεφοτρύπανα βρήκαν ταβάνι
και μας καταπλάκωσαν αρχαίοι σοβάδες μαζί με αγίων οστά.

Αγία νοσταλγία, 
την διασπειρόμενη μητρική εκπνοή σου 
στην καυτή τηγανιτή μου πατάτα ποθώ με λαγνεία, 
μάνα σεσουάρ σε ντακ φέις αγιογραφία, 
θυμίζεις θαυματουργή Παναγία.

Με κυνηγά το φάντασμα 
της ξανθιάς Ελληνίδας Αλίκης, 
η αδικημένη γενιά του εξήντα, 
δίχως LSD με κλαρίνα 
και σφηνάκια βενζίνα.

"Κάντε υπομονή 
κι ο ουρανός θα γίνει καγκελωτός, 
κάντε υπομονή 
μια σβάστικα ανθίζει στην γειτονιά".

                                         Σ.Κ.



Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Ριπή οφθαλμού

 Κάθε φορά που ανοιγοκλείνω τα μάτια, μια στατική εικόνα σφηνώνεται σαν κόμπος στις σχισμές του μυαλού. Ένα βίωμα σε απεικονιστικό στάτους, είναι ένα χωροκατακτητικό καρέ καλουπωμένο στα κενά της ισόβιας ασφυξίας των εγκεφαλικών δομών, που θυμίζει την σχηματοποίηση του κατεψυγμένου νερού στα τοιχώματα μιας παγοκυψέλης. 
 Κάθε φωτογραφία, κάθε στηλίτευση στιγμιαίας αδράνειας, είναι η ακανθώδης απόφυση που πάνω της γαντζώνεται το ακούσιο νηματοειδές συνονθύλευμα των αδιάφορων καταγραφών μας, όπως το ύφασμα της σκηνής που προσαρμόζεται πάνω στον εύκαμπτο σκελετό της, τα αναρίθμητα αυτά οπτικά εξογκώματα, οι υπερτιμημένες αυτές στιγμές που μοιάζουν να εμβαπτίστηκαν ακαριαία σε υγρό άζωτο, στοιχειοθετούν την τραχύτητα της εξωτερικής στιβάδας της οντότητας, καθιστώντας την υπαρκτή.
 Κάθε κομβικό στοιχείο που απαρτίζει την ραχοκοκαλιά της, είναι μια αναπόδραστη στάση στην πορεία της ζωής, ένας φθόγγος που στέκεται στον λαιμό αρνούμενος να γίνει φωνή, μια καταδυόμενη βρογχοκήλη στον θώρακα, ένας συγκερασμός αγωνιώδους δυσκαταποσίας και προοδευτικής θαλπωρής της επερχόμενης υποξαιμίας, μια συνθήκη που καθιστά αναπόφευκτη την παγίδευση της αντιύλης στα όρια μιας διάστικτης αυθύπαρκτης σημειολογίας.
 Ζούμε σκαλωμένοι στις ψυχρές ορθογώνιες σκιές των ψευδεπίγραφων υπεραξιών μας, περιγεγραμμένα μεταίχμια αγκιστρωμένα σε αεικίνητα παραγάδια, αιωρούμενα δολώματα χάους δεμένα σε φελλούς, ένα υπέροχο τίποτα που στις αγκυλώσεις του οικοδομούνται οι επί μέρους υπερμεγεθυμένοι αντικατοπτρισμοί του, απροσάρμοστες ανακολουθίες στην δίνη μιας ατέλειωτης λούπας, ενός άρτιου και απέραντου χωροχρονικού τέτρις.
                                                                                                Στέλιος Καραθεοδώρου

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

μέχρι

μέχρι όλες οι κόρνες να γίνουν κελάηδισμα
μέχρι όλες οι οθόνες να γίνουν πρόσωπα
μέχρι όλα τα παγκάκια να γίνουν αγκαλιές
μέχρι όλες οι κολόνες να γίνουν πάλι δέντρα

                                 Σ.Κ.


Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Εναιώρημα

 Την άυλη φύση της πρόδιδαν τα δάκρυα που κυλούσαν απ’ τα μάτια της στις αυλακώσεις του κορμιού της. Σαν αερικό φτιαγμένο απ’ τα χνώτα μας, μια ρευστή παρουσία από διακλαδώσεις ανάμεσα σε παράλληλους βίους, το επίπλαστο αυτό σκιαγραφικό εναιώρημα, οριοθετεί την κενότητα πλαισιώνοντας 
διάφανα ανθρωπόμορφα περιγράμματα.
                                                                                                                       Σ.Κ.


Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018

Η μετουσίωση μιας τυχαίας αιμωδίας

 Μετά από παρατεταμένο κλινοστατισμό εις ανώμαλον θέσιν, με την άνω κεφαλή μου στηριζομένη επί της δεξιάς μου χείρας και όσο η αιμωδία καταλάμβανε το άκρο μου έχων τους οφθαλμούς μου ερμητικά κλειστούς, διαπίστωσα με τρόμο την αδυναμία αισθητικού διαχωρισμού των νευρικών μου απολήξεων, στα δύο προαναφερθέντα εμπλεκόμενα προεξέχοντα τμήματα του κορμού μου. Ως εκ τούτου η ψευδαισθητική μετουσίωση της φύσης μου σε κυβιστική εκδοχή καρικατούρας του Πικάσο και συναισθανόμενος την ανισορροπία του συλλογισμού μου, πως πλέον δεν στηρίζω την κεφαλή μου με το χέρι, αλλά το χέρι μου με την κεφαλή, πραγμάτωσα την σοφή λαϊκή ρήση, «πιάνω πουλιά στον αέρα», χεριάζοντας μια διαβατάρικη σκέψη, δίκην πτηνού εφορμών εξ ουρανού, καταλήγοντας συμπερασματικά στην εξής ακολουθία:
 «Έχω για κεφάλι ένα χέρι και για χέρι ένα κεφάλι, κραδαίνω του νου μου τα ακράδαντα μύχια σαν ιερό μανουάλι, την ευωδία του κόσμου απορροφώ, την αναβλύζουσα φορμόλη απ’ την ιδρωμένη μου παλάμη σκορπώ, γευστικοί μου κάλυκες κάλοι, απτικό ροζιασμένο ουμάμι, στων ήχων την χροιά δεν γυρίζω, το αντανακλαστικό τρομώδες παραλήρημα που οι δονήσεις μου προκαλούν ξεχωρίζω και της πλάσης τα περιγράμματα απ’ το δικό μου μοναδικό παρατεταμένο αποτύπωμα επάνω τους αναγνωρίζω, αντί χειραψίας τα δόντια στο κρέας βυθίζω, την υπερέκταση οιασδήποτε αλλότριας χείρας φιλίας απ’ την ρίζα ξεσκίζω.

                                                                                        Στέλιος Καραθεοδώρου

    εικόνα: Thomas Cullen