Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

Ο Έλβις, το καπιταλιστικό τοτέμ και οι παλλόμενες καναβουριές

(Kampala-Uganda 2021)

Αργά ή γρήγορα όλοι θα καταγραφούμε ως ιατρικά περιστατικά. Αναβλητικά ή τελεσίδικα. Ο μουδιασμένος εγκέφαλος μου κατακλυζόταν από υπαρξιακές και αγωνιώδεις σκέψεις. Μετά το απρόσμενο τηλεφώνημα, είχαμε φύγει σαν κυνηγημένοι από το διαμέρισμα μας στον λόφο Kololo. Η στυφάδα από το αφρικάνικο λευκό κρασί που συνόδευε το μεσημεριανό μας γεύμα, γαργαλούσε ακόμη τον ουρανίσκο μου και σε συνδυασμό με την αφόρητη ζέστη μέσα στο ταξί, με βύθιζε σε ένα αλλόκοτο στάτους υπνικής παράλυσης εν κινήσει.

Είχαμε ήδη περάσει τον κυκλικό κόμβο πίσω από το Oasis mall και βγήκαμε με μανιασμένη ταχύτητα στην Yusuf Lule, με κατεύθυνση το δικηγορικό γραφείο στην λεωφόρο Kintu. Τα λάστιχα του αυτοκινήτου στρίγγλιζαν πάνω στην σαθρή άσφαλτο. Η μικρή κοιμόταν γαλήνια πάνω μου, το μάγουλο της ακουμπούσε στο δικό μου και το σάλιο της έσταζε ρυθμικά στον λαιμό μου. Δίπλα η Φανή, μασούσε νευρικά την τσίχλα της και στα μεσοδιαστήματα προβάριζε όλα όσα ήθελε να πει στην δικηγόρο, απειλώντας θεούς και δαίμονες για το που ήταν ικανή να φτάσει, αν δεν είχε τελειώσει αισίως την υπόθεση μας. Άνοιξε με τρόπο την τσάντα της και μου έδειξε συνωμοτικά ένα ασημένιο ρεβόλβερ στην διαχωριστική θήκη. Αναρωτήθηκα για τον ανιχνευτή μετάλλων στην είσοδο του κτιρίου και με καθησύχασε διαβεβαιώνοντας με πως είναι εκτός λειτουργίας εδώ και καιρό. Ο οδηγός σήκωσε καχύποπτα το βλέμμα του στον καθρέφτη και μας παρατηρούσε, αδυνατώντας να αντιληφθεί το περιεχόμενο της συζήτησης μας. Συνεχίσαμε σιωπηλοί κοιτώντας αδιάφορα από τα ανοιχτά παράθυρα. Ήταν Χριστούγεννα, χωρίς τζάκι, χοντρά μπουφάν και χιονισμένα τοπία, μα με τροπική ζέστη, καυτή κόκκινη σκόνη και εναλλαγές ξαφνικών κατακλυσμιαίων βροχών, πρωινής ομίχλης και μεσημεριανού καύσωνα.

Περάσαμε το θυρωρείο αφού πρώτα επιβεβαιώσαμε το ραντεβού μας. Ο βαριεστημένος υπάλληλος ζήτησε τα ονόματα μας, ειδοποίησε με τον ασύρματο ότι φτάσαμε και έδειξε με το χέρι του την σκάλα. "The lift is out of order”, είπε. Ανεβαίνοντας, λίγο πριν φτάσουμε στο κεφαλόσκαλο, ξεπρόβαλλε μπροστά μας στο χολ του δεύτερου ορόφου ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η μικρή ζήτησε να την σηκώσω στην αγκαλιά μου για να ακουμπήσει το αστέρι στην κορυφή του. Η Φανή μπήκε με φόρα στο γραφείο και έκλεισε με δύναμη την βαριά πόρτα πίσω της. Ποτέ δεν έμαθα τι έγινε μέσα σε αυτό το γραφείο. Τα λεπτά κυλούσαν βασανιστικά αργά, σαν την πυρακτωμένη λάβα πάνω στις κακοτράχαλες ιζηματογενής προσχώσεις, που έδειχνε το ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση του χώρου αναμονής. Βγήκε φανερά αλαφιασμένη κρατώντας έναν ογκώδη φάκελο στο ένα χέρι, ενώ με το άλλο με άρπαξε τραβώντας με δυνατά όπως έσκυψα να δω από την μισάνοιχτη πόρτα. Κατεβήκαμε τρέχοντας. Πίσω μας ακούγονταν οι φωνές της δικηγόρου. Τουλάχιστον ήταν ακόμη ζωντανή, σκέφτηκα.

Στο προαύλιο συναντήσαμε έναν εταιρικό σοφέρ, που εξυπηρετούσε τις επαγγελματικές μετακινήσεις των στελεχών του δικηγορικού γραφείου. Σχεδόν κρεμιόταν ο μισός έξω από το ανοιχτό παράθυρο του σταθμευμένου αυτοκινήτου και έκοβε αφοσιωμένος τα νύχια του με έναν σκαλιστό κοκάλινο νυχοκόπτη. Σήκωσε το κεφάλι και μας πρότεινε αν θέλαμε να μας μεταφέρει κάπου. Κάτσαμε πίσω, η Φανή έβγαλε από την τσάντα της μια δεσμίδα σελίνια και του ζήτησε επίμονα να ξεκινήσουμε αμέσως. Θα επιστρέφαμε στο διαμέρισμα μας να πάρουμε μερικά πράγματα και από εκεί στο αεροδρόμιο Entebbe, από όπου θα εγκαταλείπαμε την χώρα οριστικά.

Κατεβαίναμε με ταχύτητα την λεωφόρο Nile, κάνοντας συνεχώς σλάλομ ανάμεσα στα δεκάδες boda-boda, τις διάσημες μοτοσυκλέτες ταξί της ανατολικής Αφρικής. Η Φανή μου έσφιγγε πιεστικά το χέρι και έριχνε συνεχώς κλεφτές ματιές πίσω μας, για να σιγουρευτεί πως κανείς δεν μας ακολουθεί. Η μικρή καθόταν νανουρισμένη στην αγκαλιά μου. Σε όλη την διαδρομή μας συνόδευαν οι χριστουγεννιάτικες μελωδίες του Elvis Presley. Ήταν απόγευμα και η κίνηση στους δρόμους αυξανόταν επικίνδυνα, αναγκάζοντας μας σταδιακά σε συνεχείς στάσεις. Σε μία από αυτές, μας πλησίασε πεζή μια μεσόκοπη κυρία με ένα καλάθι στηριγμένο στο κεφάλι της γεμάτο φρούτα. Ο οδηγός αγόρασε ένα τσαμπί μπανάνες, ξεφλούδισε μία και άρχισε να την τρώει. “Can I offer you a banana sir?”, με ρώτησε μπουκωμένος. Πλέον κινούμασταν με μια συχνότητα περίπου ενός με δύο μέτρα το λεπτό. Στην άκρη του δρόμου ένας κήρυκας, μια ισχνή φιγούρα με ολόμαυρο κουστούμι και μάτια που έσταζαν αίμα, καλούσε το περαστικό πλήθος να μετανοήσει για τις αμαρτίες του. Στον πρόχειρο λαμαρινένιο τοίχο που οριοθετούσε την παραγκούπολη στις παρυφές του λόφου, διέκρινα ένα ξεθωριασμένο σύνθημα από κάρβουνο, “MARRIAGE CAN WAIT/EDUCATION CANNOT”.

Ο χρόνος πίεζε ασφυκτικά και το όχημα μας ακινητοποιήθηκε αναπόδραστα, σε ένα επικού μεγέθους μποτιλιάρισμα στον κυκλικό κόμβο κοντά στο σπίτι, στο κέντρο του οποίου δέσποζε η πελώρια διαφημιστική ταμπέλα του KFC. Στην βάση της, μια συστάδα δίμετρων καναβουριών ανέμιζε αλλοπρόσαλλα, έρμαιο των ριπών αέρα που προμήνυε την έλευση ενός απρόοπτου μπουρινιού. Ο ήλιος χαμηλά στην δύση του, ζωγράφιζε στην ήδη υγρή ατμόσφαιρα ένα ουράνιο τόξο κάτω από τον ερεβώδη ουρανό. Ένας-ένας, όλοι οι οδηγοί και οι επιβάτες εγκατέλειπαν τα οχήματα τους σιωπηλοί και στέκονταν απεγνωσμένοι, άλλοι με τα χέρια ψηλά και άλλοι κρατώντας το κεφάλι τους, γύρω από τον κυκλικό κόμβο, προσηλωμένοι με θρησκευτική ευλάβεια στο καπιταλιστικό τοτέμ στο κέντρο του, σε μια συνθήκη που θύμιζε παγανιστική τελετή, μια αναπάντεχη ιεροτελεστία με αρχέγονα χαρακτηριστικά, γύρω από έναν σύγχρονο αστικό βωμό.

Δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε τον οδηγό. Μας είχε παρατήσει κλειδωμένους στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και χάθηκε μέσα στο βουβό χαοτικό γίγνεσθαι. Το Blue Christmas του Elvis και πιο πίσω οι κραυγές του κήρυκα που προσπεράσαμε, ήταν οι μόνοι ήχοι που έσπαζαν την εκκωφαντική σιωπή που επικρατούσε στον περιβάλλοντα χώρο. Πάνω στην απελπισία μου και φανερά εκνευρισμένος, αποφάσισα να σκύψω στην μπροστινή θέση και να πατήσω μακρόσυρτα την κόρνα, ελπίζοντας να εμφανιστεί ο οδηγός για να τον πληρώσουμε και να συνεχίσουμε με τα πόδια. Μεμιάς όλο το πλήθος στράφηκε προς την κατεύθυνση μας. Στεκόταν παγερά ακίνητοι, με ανέκφραστα πρόσωπα και τα ορθάνοιχτα μάτια τους καθηλωμένα πάνω μας επιτακτικά, ένα σύνολο από διαπεραστικά βλέμματα που κατάφερνε στιγμιαία να μας εξαϋλώσει νοερά. Ο κήρυκας επαναλάμβανε την λέξη “muzungu”, που στις χώρες της ανατολικής Αφρικής σημαίνει λευκός άνθρωπος, ενώ το τραγούδι από τα ηχεία είχε κολλήσει στους στίχους του ρεφρέν “You'll be doing alright-With your Christmas of white”, ξανά και ξανά. Έβγαλα το κεφάλι από το ανοιχτό παράθυρο και κοίταξα ψηλά ψάχνοντας ενστικτωδώς μια έξοδο διαφυγής. Στον ουρανό, μια λευκή γραμμή που ξεθώριαζε στην πορεία της από το αεροπλάνο που χάσαμε, ήταν ένα ίχνος ματαίωσης, σαν την μεταθανάτια μνήμη, που μάταια πασχίζει να κρατηθεί με νύχια και με δόντια στην θύμηση των ζωντανών.

Στέλιος Καραθεοδώρου