Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Τόσο μακριά, τόσο κοντά

 Το ξημέρωμα σε έβρισκε χωρίς τις αισθήσεις σου πάντα στο ίδιο σημείο, στην νοητή γραμμή που αυθαίρετα ξεχωρίζει την απορρέουσα φανταστική σου εκκίνηση από τον απαράλλαχτα φανταστικό σου τερματισμό, εκεί που η πεποίθηση μιας τετελεσμένης φυγής δίνει πάλι την θέση της στην ψευδαίσθηση ενός νέου ξεκινήματος, εκεί που αντικρίζεις την προοπτική του μελλοντικού σου ορίζοντα να προδιαγράφεται μπροστά σου σαν κακόγουστη φάρσα, μια αναπόδραστη διανυσματική ακολουθία που σε κατευθύνει όπως το τεντωμένο σκοινί, να βηματίζεις με το στανιό πάνω στα χτεσινά σου χνάρια. 
 Κάθε φορά που άνοιγες τα μάτια, ανακάλυπτες με το βλέμμα τα παπούτσια σου ζευγαρωμένα στην σκιά της πυκνής φυλλωσιάς ενός άγριου θάμνου, να κρέμονται από πάνω σου γαντζωμένα στην ίδια ξυλώδη απόφυση, σαν ερωτευμένες νυχτερίδες που εποπτεύουν από ψηλά το αναιμικό υπόλειμμα του αποκαμωμένου τους δείπνου στο ηλιόλουστο χώμα. 
 Ο νεαρός βλαστός της παρακείμενης περικοκλάδας που ξερίζωνες ασυναίσθητα τραβώντας τον με την πρώτη σου κίνηση όταν ξυπνούσες, φύτρωνε πάλι την νύχτα και όσο κοιμόσουν επέμενε να τυλίγεται σφιχτά γύρω απ’ τις γάμπες σου. Το περίεργο αυτό ολονύχτιο μπόντατζ με τους ανθοφόρους κόμπους του αναρριχητικού φυτού, προκαλούσε στα άκρα σου μια ληθαργική ασφυξία, μια γλυκιά παραίσθηση χωλότητας που σ’ έκανε να ονειρεύεσαι πως δεν είχες πια πόδια, πως το επόμενο πρωινό θα είχες απαλλαχθεί από το καθημερινό μαρτύριο της ράθυμης κινητοποίησης τους. 
 Είχες για πολύτιμο φυλαχτό σου ένα κομμάτι σκουριασμένης λάμας από τοξοπρίονο, συντηρούσε σημειολογικά τον μύθο της οριστικής απόδρασης από την πεζότητα της καθημερινότητας σου, το είχες ξεθάψει τυχαία με τις σόλες σου μια μέρα που έσερνες την σκιά σου στην ίδια βαρετή διαδρομή, που όσες φορές το άφηνες πίσω, τόσες το έβρισκες πάλι μπροστά σου, να πάλλεται σαν ράχη που αναριγεί στο άκουσμα μιας απόκοσμης μελωδίας, να βγάζει ήχους αλλόκοτους σαν θέρεμιν που στριγγλίζει στο ανέπαφο χάδι των ορίων της αύρας του, κάθε μέρα εσύ να φεύγεις μακριά του, τόσα χρόνια όλο και πιο κοντά.
                                                                                              Στέλιος Καραθεοδώρου


Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Το εκκλησάκι

 Μια ξεθωριασμένη φωτογραφία του εκλιπόντος στην προθήκη, ξεχωρίζει ένα μνημείο απουσίας από αυτό της ευγνωμοσύνης, συνήθως το δεύτερο μόνο το πορτραίτο του προστάτη αγίου φιλοξενεί και είναι αυτή η συνθήκη που διαχωρίζει την βεβαιότητα του θανάτου απ’ την ανακούφιση της οριακής αποφυγής του, την ματαιότητα της προσδοκώμενης ανάστασης από το τάμα που ξεχρέωσε την εκπλήρωση της προσευχής μας γι’ αυτή, ένα φαγιούμ που εξακολουθεί να αποκτάει ρυτίδες, ένα παροπλισμένο σκαρί σε αργή αποσύνθεση στις όχθες του δρόμου, μοιάζει με την αδυσώπητη θάλασσα που αναριγεί αντανακλαστικά μόνο με του ανέμου το χάδι και ποτέ με την θύμηση όσων πνίγηκαν στα βάθη της, μια φύση επαναλαμβανόμενα νεκρή, που κάθε άνοιξη της προσάπτουμε τον μύχιο πόθο της μεταφυσικής αναγέννησης και αναρωτιέμαι αν η εαρινή γλυκάδα που σκεπάζει την πλάση είναι πέπλο ή σάβανο, είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα που χλευάζει την φύση ή το σαρδόνιο γέλιο της φύσης για την ανθρώπινη ματαιότητα.
                                                                                             Στέλιος Καραθεοδώρου