Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

"Οδός ονείρων"

 Ο διερχόμενος ιριδισμός χρωμάτιζε σταδιακά το υδάτινο φάσμα του θερμοπίδακα μέχρι τις παρυφές της εμβέλειας του, η πλουμιστή λωρίδα της διάθλασης σάρωνε τον ορίζοντα κατά μήκος της διάφανης αυλαίας από αιωρούμενα σταγονίδια που συνόδευε την τροχιά του νερού, μια εξίτηλη πινελιά σαν τυχαίο χάδι που έκανε το τοπίο στο φόντο της βρόχινης αψίδας να αναριγεί στο περαστικό άγγιγμα της, μια οπτική αλληγορία που ζωντάνευε για λίγο μέσα απ’ το πρίσμα ενός εφήμερου θρυμματισμένου καρέ και έσβηνε σκορπώντας στον αέρα μαζί με το κρυστάλλινο νέφος που την είχε γεννήσει.
 
 Στην κορυφή της προοπτικής του δρόμου, κόντρα στης ηλιοβολής το χρυσοποίκιλτο φως, που εξαϋλώνει των σχημάτων τις περιττές λεπτομέρειες και αποτυπώνει στο έδαφος τις δυσθεώρητες απόκοσμες σκιές της πεμπτουσίας τους, η σιλουέτα της περαστικής λατέρνας απομακρύνεται σέρνοντας νωχελικά το ηχητικό της πέπλο, την διάφανη σμίλη που εξαλείφει τα σκληρά περιγράμματα των ανθρώπων με έναν τρόπο μαγικό, για όσο διαρκεί το διαπεραστικό ηχοκύμα του φορητού κλειδοκύμβαλου που σαρώνει την πολύβουη γειτονιά, παγώνει τα σώματα σε μια στάση διεισδυτικής προσήλωσης, σε μια μαζική παράκρουση ιερής εσωστρέφειας, ικανής να γκρεμίσει μεμιάς τα τείχη που καθιστούν την γύμνια της ψυχής μας μια μορφή πορνογραφικής αδυναμίας και γίνεται ξάφνου όλος ο δρόμος αιφνιδιαστικά ρευστός, απ’ τις εξατμίσεις θαρρείς αναβλύζει γαζία και βασιλικός, ενώ των ανθρώπων οι μύχιες σκέψεις ηχούν σαν κελάρυσμα μακρινό, που παρασύρει την συναίσθηση όλου του κόσμου στην υπνωτική περιδίνηση της χειροκίνητης μανιβέλας, βυθίζοντας στην μελωδική της χοάνη την άτακτη χορευτική συναυτουργία των αυθύπαρκτων πυρήνων, στην οδό μιας κοινής ονείρωξης και κάνει την ουτοπία της άδολης συνύπαρξης, να φαντάζει στο ρεφρέν του τραγουδιού εφικτή.
 
 Πάνω από τις σκιώδεις βουνοκορφές, στέκει αταξίδευτο ένα σύννεφο που πείσμωσε στου ανέμου τις επίμονες ριπές, σαν φουρφουράκι καρφωμένο στο στερέωμα που όσο στριφογυρίζει αλλάζει χρώματα και μορφές, μα δεν φεύγει ποτές, μοιάζει την μια σαν δράκος κολοβός που ανοίγει αγριεμένος το στόμα για να φτύσει φωτιές και αμέσως μετά, αλλάζει η όψη του ξαφνικά, ένα ανεκπλήρωτο φτέρνισμα φαίνεται να το τυραννά, σφαλίζει το στόμα, φουσκώνει και ύστερα ξεψυχά. Όταν γύρισα το βλέμμα μου μετά από ώρα να το δω, κείτονταν ξέπνοο σαν να ήταν νεκρό, άρρωστο θα ‘ταν από μέσα μου είπα και χουχούλιασα το τζάμι του αυτοκινήτου γύρω απ’ το σημείο που έστεκε πριν στον ουρανό και κατάφερνα έτσι να το διατηρώ με τις ανάσες μου ζωντανό, στο ταξίδι μου να το ‘χω για φυλαχτό, με την αγάπη στου μυαλού μας τον καμβά τελικά όλα αλλάζουν κι ας είναι γερά σφηνωμένος μες στου κρανίου το ανήλιαγο κενό.
                                                                                                      Στέλιος Καραθεοδώρου