Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

 Στο προπέτασμα του πλιάτσικου, εκεί που ο αχνός της ανοιχτής πληγής γίνεται ένα με το χνώτο του σαρκοβόρου, ενσαρκώθηκαν οι ισχνές μας φιγούρες για πρώτη φορά. Τα έντομα που πνίγηκαν στις σταγόνες ρητίνης, κυλούσαν ανεπαίσθητα στους φλοιούς των κωνοφόρων και λαμπύριζαν σαν τα καντήλια των δρόμων μέσα στην αποπνικτική καταχνιά. Το αποκρυσταλλωμένο ίχνος του γυμνοσάλιαγκα, ένωνε τα λευκά στίγματα του αμανίτη και σχημάτιζε νεφελώματα σε μια κόκκινη ξαστεριά. Ένα σαθρό καύκαλο από κονίαμα φερριτίνης και στρώσεις ερυθροκυττάρων, κάλυπτε το κέντρο του άδεντρου κύκλου, σ’ ένα ξέφωτο που κόχλαζε η λάσπη και ανάβλυζε η γη κουκουνάρι με απόβλητα τοξικά. Η νεκρική ακαμψία της χλόης κάτω από την αιμάτινη αλισάχνη, ξεπρόβαλλε μέσα στην απόπνοια της αποσύνθεσης σαν μια πορφυρή παρθένα στεριά, όπως στον βυθό τ’ αγκάθια της σκορπίνας υψώνονται μέσα απ’ την άμμο, έτσι οι αιχμηρές απολήξεις της σκίζουν το ανίερο πέλμα που την καταπατά. Ήμασταν εύπλαστα γρέζια σφηνωμένα στο οπτικό πεδίο των άλλων. Το φως είχε εισβάλλει απ’ το ανεπούλωτο τραύμα στο άβατο των σωθικών μας και οι προνύμφες του απομυζούσαν την ενδοχώρα των ανείπωτων, μέχρι να αποκτήσουν με την σειρά τους την φτερωτή αδιακρισία της μύγας. Στα έγκατα των κούφιων κορμών αντηχούσε η πέψη της εγγενούς ενοχής μας. Θύμιζε το ρέψιμο μιας ντουζιέρας που στέρεψε ξαφνικά. Οι τύψεις έγιναν το εκλεπτυσμένο φέρετρο των ονείρων μας και είχαμε τα μάτια των πεθαμένων απ’ όταν ήμασταν παιδιά, εκείνο το απόκοσμο βλέμμα που διαπερνά τα πάντα και μόνο στο τίποτα σταματά. Όσοι αποκήρυξαν τον θάνατο ρίζωσαν επιτόπου και έγιναν κυπαρίσσια με μαύρα κλαδιά. Οι άτολμοι ξεθωριάσαμε μες στις κορνίζες, δίπλα σε λουλούδια πλαστικά.
                                                                                                                      Στέλιος Καραθεοδώρου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου