Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

4ΣεκάνςΓιαΤον Ήλιο

[Λιτανεία]

Στο κέντρο της πόλης,

ο ήλιος χαμηλά,

τρυπώνουν οι ακτίνες του στα στενά,

ένας άνθρωπος με μακριά σκιά,

περπατάει στα χαμένα,

κρατάει τρυφερά,

τον νεκρό του σκύλο,

άκαμπτο στην ζεστή του αγκαλιά.

[Προσευχή]

Μια καρακάξα με σπασμένα φτερά,

πηδάει αλλοπρόσαλλα απ' το ανάχωμα,

ξανά και ξανά,

κάθε λίγο που καταφέρνει να βρίσκεται στο κενό,

κόντρα στον ήλιο,

η ανέπαφη με το σώμα της στο έδαφος σκιά,

είναι μία ακόμα στιγμιαία εκπλήρωση,

της εξέγερσης ενάντια στην φθορά.

[Εσπερινός]

Ο εναπομείνας ημιτελής οβελίσκος στα ορυχεία του Ασουάν,

είναι η κατακεκλιμένη ακτίνα του ήλιου,

που αρνήθηκε να αποτραβηχτεί ένα δειλινό

και κατέπεσε πετρωμένη στο χαράκωμα της ερήμου,

θυμίζοντας πως το σκοτάδι,

είναι ο απαραίτητος δισταγμός,

που κληροδοτεί το ανεξίτηλο αποτύπωμα της αδράνειας,

στην ματαιότητα της νέας ημέρας.

[Μνημόσυνο]

Ο ήχος του ανέμου μέσα απ' τις σπασμένες προθήκες των τάφων

και οι σκιές του τρεμοπαίγματος των κορυφών απ' τα κυπαρίσσια πάνω στα λευκά μάρμαρα,

μνημονεύουν τις ορατές μελωδίες ενός ανήλιαγου λυρικού λάρυγγα,

τους ανάγλυφους στίχους του βέβηλου ποιητή,

απ' τον αιχμηρό αντίλαλο της απαγγελίας τους πάνω στους αιώνιους βράχους

και τον οργασμό των Σάτυρων που για όσο διαρκεί,

μετουσιώνει το ανέγγιχτο φως του ήλιου σε απτό γεωμετρικό δέσμημα,

από φλεγόμενες τροχιές που έχουν αποκρυσταλλωθεί.

Σ.Κ.



Μην φέρεσαι σαν παιδί

Μην φέρεσαι σαν παιδί, λένε,

μα αν είμαι παιδί,

το πρώτο σύννεφο που έσπασε την μονοτονία του καθαρού ορίζοντα,

ήταν το αστεροειδές παραισθησιογόνο εναιώρημα,

που μου χορήγησες με ένα αστραπιαίο χαμαιλεόντειο γλωσσόφιλο,

όταν χορεύαμε αντικρυστά σε μια απροσάρμοστη συνάθροιση,

σε μια εκκλησία που ο θεός ήταν ντίτζεϊ

και μείς για όσο έπαιζε η μουσική,

τα αιωρούμενα χειραφετημένα τέκνα του.

Κάθιδρος στο ύπαιθρο πάρκινγκ το ξημέρωμα,

οι υδρατμοί απ' τους ανοιχτούς μου πόρους έγιναν προσευχή

και το αιθέριο ταξίδι τους,

εχέγγυο του μεταθανάτιου ραντεβού μας.

Μην φέρεσαι σαν παιδί, λένε,

μα αν είμαι παιδί,

η υγρή παλάμη σου,

παγωμένο χάδι στην καυτή προμετωπίδα της βιογραφίας μου,

κάνει την σπονδυλική μου στήλη να αναριγεί

και τις σκέψεις μου να κοχλάζουν,

σαν καυτός χυλός από παραγινωμένους αμανίτες,

που απορρόφησαν όλη την σοφία του κόσμου απ' την πάχνη του αρχέγονου δάσους

και εκπλήρωσαν την εξαΰλωση μου στο στερέωμα,

ένα νεφέλωμα δομημένο απ' τις νευρικές μου απολήξεις,

που κινούμενο σχηματίζει λέξεις σε μία ακατάληπτη γλώσσα.

Βρέχει ασταμάτητα,

οι ομόκεντροι κύκλοι απ' τις σταγόνες που προσκρούουν στους αντικατοπτρισμούς των νερόλακκων,

κάνουν την υπέρβαση μου αδύνατη,

σε ένα περιβάλλον αντίπαλων παλμικών διαστάσεων,

που παραμορφώνονται διαδοχικά

και διεισδύουν η μία μέσα στην άλλη ακατάπαυστα,

χωρίς φυγή,

δεν είμαι πια παιδί.

Σ.Κ.