Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

ατίθασα άλογα

 Δεν είναι η απόδειξη της ύπαρξης του χρόνου,

το κατακάθισμα της σκόνης,

η αποφυγή της βλεμματικής επαφής του ενήλικα,

με τα αντικείμενα που κάποτε ζωντάνευαν στα χέρια του.

Δεν είναι ούτε χώρος,

η συνεχιζόμενη κατάληψη της μνήμης,

που στενεύει τα όρια του εύθρυπτου ενεστώτα μας,

στον βωμό της βαρύτητας που γίνεται όλο και πιο αβάσταχτη.

Είμαστε τα ξεχασμένα παιχνίδια στα παιδικά μας δωμάτια,

διαπερατές οπτασίες που αιωρούνται άπραγες στο κενό,

ανέγγιχτα όνειρα που νοηματοδότησαν το τίποτα στα πρώτα μας βήματα,

ατίθασα άλογα που χάθηκαν τυφλωμένα στην αμμοθύελλα

και όταν εκτέθηκαν ταριχευμένα στο φως του ήλιου θρυμματίστηκαν.

Σ.Κ.



μάτια

Τις νύχτες του χειμώνα, 
στα γυμνά κλαδιά των δέντρων 
φυτρώνουν μάτια.
Κρέμονται έξω απ' τις κόγχες,
σαν των απαγχονισμένων τα άψυχα κουφάρια.
Μοιάζουν αιωρούμενοι μετρονόμοι,
όπως λικνίζονται στον διάστικτο ρυθμό 
που αφήνουν πίσω τους, 
των ανύποπτων περαστικών τα χνάρια. 
Σ.Κ.


στρογγυλό παράθυρο

Έχω ένα στρογγυλό παράθυρο,
που βλέπει σ' ένα άγονο χωράφι,
τις νύχτες μεταμορφώνεται σε θάλασσα
και όσους για πάντα στον βυθό της χάθηκαν,
τους αφήνει να αναδύονται το βράδυ.
Στέκονται με τα μάτια ορθάνοιχτα,
σε παγιδεύει το βλέμμα τους στων ωκεανών τα βάθη,
σαν άνευρα κατάρτια χωρίς πανιά,
μέσα απ' το φινιστρίνι με παρασέρνουν σ' ένα ταξίδι στο πουθενά,
αμέτρητοι φάροι.
Έχω ένα στρογγυλό παράθυρο,
που μοιάζει με πύλη για τ' αστέρια,
στου ουρανού την καθοδική τους την τροχιά,
ανεμόσκαλα δίχως σκαλιά,
ενώ εγώ βυθίζομαι,
το πλοίο έχει ήδη σαλπάρει.
Σ.Κ.


τέσσερα χαϊκού

 άσφυγμη φθορά 

το ακατανόητο 

πριν σπαρταρούσε/


μαύρη φιγούρα 

αλλοτρίωσης πλάσμα 

της μέρας παύση/ 


σπόρος το δάκρυ 

μέσα στο χώμα κυλά 

μα δεν φυτρώνει/ 


σύννεφο ρόγχος

καίει ένας άνθρωπος 

άνυδρη πλάση/ 

Σ.Κ. 



Παρτιτούρα ηλεκτρισμένη

Πόσο θαυμαστή η καρτερική σιωπή της ματαιότητας,

ενός μοιραίου τέλους που αδυσώπητα πλησιάζει,

άκαμπτη σαν τα άψυχα ακροδάχτυλα,

που φυλάκισαν το τελευταίο χάδι,

πουλί σε κλουβί για μια ζωή,

στον θώρακα η καρδιά εγκλωβισμένη,

βρήκε το χάραμα την πανσέληνο,

πάνω σε ιστό από γυμνά καλώδια παγιδευμένη,

σαν οφθαλμική κόρη μυδριασμένη,

μια νότα που δεν παίζει πια,

σε παρτιτούρα ηλεκτρισμένη.

Σ.Κ.



#stratopedo

 Να περπατάς αμέριμνος ανάμεσα στα ερείπια ενός πρώην στρατοπέδου και να ακούς δυνατά την μουσική απ' το κινητό σου που αντηχεί πάνω στα εγκαταλελειμμένα απομεινάρια του χρόνου, μοιάζει με την γλυκιά ψευδαίσθηση μιας ολοκληρωτικής νίκης ενάντια στον μιλιταρισμό.
 Δυναμώνω την ένταση κάθε φορά που συναντώ άλλους περιπατητές, ελπίζοντας να συμπαρασύρω με την μέθη της μουσικής μου όσους ανατριχιάζουν στο περαστικό άκουσμα της, σαν ένας αρχέγονος κωδικός που μυστικά μας ενώνει, ένας μαγεμένος αυλός που για κάποιους θα είναι αδύνατον να μην ακολουθήσουν.
 Πάντα καταλήγω να παίρνω τον δρόμο της επιστροφής μόνος και η ανολοκλήρωτη επιθυμία μου κλείνει ξανά και ξανά τον ίδιο κύκλο φυγής.

Σ.Κ.


τι κόσμος είναι αυτός μπαμπά

Τι κόσμος είναι αυτός μπαμπά,
που διψάει για αίμα 
και παριστάνει πως το αποστρέφεται,
τι κόσμος είναι αυτός μπαμπά,
που λυγίζει μπροστά στον πόνο 
ενώ συνάμα τον απεργάζεται,
τι κόσμος είναι αυτός μπαμπά,
που βουρκώνει όταν συναντάει την θλίψη 
και ενδόμυχα χαίρεται,
τί κόσμος είναι αυτός μπαμπά,
που όταν αδυνατεί να επιπλεύσει στην αδικία, 
θυμάται πως είναι να πνίγεται.

Σ.Κ.


τα πρώτα σύννεφα

Σε μια άνυδρη μετέωρη στέπα,

ημιθανείς λιβελούλες ακροβατούσανε στις κορφές των άκαρπων μίσχων, 

που είχαν φυτρώσει στην σκουριά των παροπλισμένων αντλιών

και τις μουμιοποίησε η συνεχής υπερέκθεση στο υπόκωφο βουητό του χάους. 

Στα ερείπια των θεωρείων, 

προεξείχαν οι απογυμνωμένες σιδερόβεργες απ' τα θρυμματισμένα τσιμέντα, 

σαν συρμάτινες τρίχες που κρέμονταν απ' το κουφάρι ενός σιδερένιου κρανίου 

και σχημάτιζαν έναν αμφιθεατρικό μεταλλικό καταρράκτη,

που στο κέντρο του κόχλαζε το τίποτα. 

Οι αναθυμιάσεις απ' τα σπλάχνα του, 

σχημάτισαν τα σπάργανα τ' ουρανού,

τα πρώτα σύννεφα.

Σ.Κ.



καλοκαίρι

Παίρνει σχήμα υπό το βάρος σου η αμμουδιά, 
όπως συμπιέζουν κάτω από την πετσέτα σου τους κόκκους της άμμου οι καμπύλες σου,
δεν είσαι άνεμος ούτε βροχή,
να ρυτιδιάζεις με τις ριπές σου στιγμιαία την θάλασσα,
να φτιασιδώνεις τις παραλίες τους χειμώνες από τα ίχνη των τουριστών του περασμένου καλοκαιριού,
είσαι το άδειο μέρος μιας κλεψύδρας,
το κενό κάτω από τις στιγμές,
που η βαρύτητα το γεμίζει εκτοξεύοντας έναν πολτό ανεκπλήρωτων προσευχών και πρόσκαιρων επιτυχιών, 
μέσα από το εύθραυστο στένωμα που ενώνει την ύπαρξη με την ανυπαρξία,
για όσο διαρκεί το βράσιμο ενός μελάτου αβγού.

Σ.Κ.



Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

στης μοναξιάς τη λησμοσύνη

Στον παραμερισμό της αδυναμίας,

στην περιθωριοποίηση του διαφορετικού,

στην αντήχηση της αδειοσύνης,

γίνεσαι αντιληπτός,

μόνο από το απρόβλεπτο εξόγκωμα της μάζας σου,

σε μια οπτική ή απτική ακολουθία.

Στην άκρη του δρόμου, στο απόμερο παγκάκι,

στο κρυμμένο κρεβάτι στο πίσω δώμα, κάτω απ' τις γέφυρες,

στα ευαγή ιδρύματα, στα σωφρονιστήρια της σκέψης,

σε διαπερνούν τα προσηλωμένα βλέμματα,

στην απρόσκοπτη ενατένηση

της προσωπικής τους ματαιοδοξίας.

Στο μεταίχμιο της λήθης,

στην άρνηση της αποδοχής σου από τους άλλους,

αλλά και στην εκούσια απόρριψη των άλλων από σένα,

εκεί που γίνονται συνώνυμα η μοναξιά με την ελευθερία

και λίγο πριν η υπόσταση σου μετουσιωθεί στο ακόρεστο τίποτα,

είσαι μια μελωδία που εξασθενεί μέσα στον αντίλαλο της

και δεν καταφέρνει ποτέ να δονήσει έναν τυμπανικό υμένα,

ένα χάδι ξοδεμένο στον αέρα,

που ποτέ δεν θα κάνει ένα κορμί να αναριγήσει

και μια αγκαλιά που μάταια σφίγγει το κενό,

μα ποτέ δεν γεμίζει.

Σ.Κ.



Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

ον ωμά

Αληθινά αγκαλιάζει όποιος έχει στο σώμα

αγκάθια που τρυπάνε προς τα μέσα.

Αληθινά φιλάει όποιος αφήνει μέσα απ' τα χείλη

να ξεφύγει η τελευταία του ανάσα.

Σκληρό και άγευστο το ανήθικο όφελος

της αναπόφευκτης υπογλυκαιμίας,

η προσδοκία πάντα καταλήγει σφηνωμένη

στα δόντια σαν μια ωμή πατάτα.

Ένα συνεχές σπρώξε πίσω αυτό που φοβάσαι μη γίνεις,

στις τσέπες των νεκρών καίνε ξερά φύλλα λεβάντα.

Αναστροφή της Παρασκευής με Δευτέρα,

αφουγκράζομαι τις φωνές του πλήθους στην αρένα,

σε αγγίζω μα δεν βρίσκω εσένα,

έχεις την καρδιά στα δεξιά

και το στόμα πίσω στον αυχένα.

Σ.Κ.



Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

Μανιτού

 Την τελευταία φορά που σε είδα, πριν πολλά χρόνια, στεκόσουν δίπλα σε ένα ξερακιανό δέντρο πίσω από το main stage. Έμπηγες τα νύχια ξύνοντας με μανία τον ξερό φλοιό του κορμού και μασούσες αλόγιστα κάθε κομμάτι ξύλου που κατάφερνες να αποσπάσεις. Είχε γεμίσει σκλήθρες το στόμα σου, είχαν σκιστεί τα ούλα σου, χτυπούσες με δύναμη τα γυμνά σου πέλματα στο χώμα και με αντίκριζες κατάματα με ένα άδειο βλέμμα που με διαπερνούσε. 

 Χόρευα στα 152bpm, με τα μάτια σου μέσα στα δικά μου, να βλέπω αμφίδρομα, απ' την μία τις ηλεκτρικές δονήσεις να ζυμώνουν ρυθμικά τις εγκεφαλικές πτυχώσεις μέσα στο κρανίο μου και παράλληλα το απόκοσμο πρόσωπο σου, που από τις κενές ερεβώδεις κόγχες του, κυλούσε αίμα με ροκανίδια. 

 Σήκωσα τα χέρια μου εκστατικά ψηλά και άρπαξα το πτερύγιο από ένα τυχαία διερχόμενο μελωδικό riff, που είχε την μορφή δελφινιού και με παράσερνε στα βαθιά, όλο και πιο μακριά σου. Αφέθηκα να αιωρούμαι στο εσωτερικό ενός κοπαδιού από σαρδέλες, που ερωτοτροπούσαν σε σχηματισμό δίνης και με εξαΰλωνε σε κάθε της περιστροφή. 

 Δεν υπήρξαμε ξανά. Έμεινε μόνο το διάτρητο κέλυφος μας έρμαιο στο χωροχρονικό συνεχές, σαν τα παραγκωνισμένα κουφάρια των πλοίων στις κρημνώδεις ακτές, που μπαινοβγαίνει η θάλασσα μέσα τους χωρίς νόημα.

Στέλιος Καραθεοδώρου



Στις παρυφές του δάσους,

κάθε χαραυγή,

το πλάσμα μεταμορφωνόταν, 

έπαιρνε πάλι του δέντρου την μορφή.

Σκισμένο κάθετα από κεραυνό,

χωρίς σκιά ήδη νεκρό,

μια ασάλευτη μαριονέτα

να προειδοποιεί τον περαστικό,

πως ζωντανός δεν θα γυρίσει,

πιο μέσα αν πάει από δω.

Στο βαθύ δάσος η καταχνιά, 

καθηλώνει στο έδαφος τα μικρά ωδικά πουλιά, 

απεγνωσμένα προσπαθούν να πετάξουν ψηλά,

μόνο λίγα μάταια φτερουγίσματα καταφέρνουν

και κάτω καταλήγουν για ακόμα μια φορά.

Στο πέπλο της πυκνής ομίχλης,

όπως στης θάλασσας τον βυθό,

οι ήχοι γρήγορα ταξιδεύουν, 

με μια απόκοσμη χροιά.

Σέρνεις το βήμα σου στα σάπια φύλλα,

σαν δύτης χωρίς ανάσα,

ασθμαίνοντας βαριά,

νιώθεις στον σβέρκο το χνώτο μιας ύπαρξης, 

να σε ναρκώνει γλυκά.

Έχει ήδη νυχτώσει,

το δέντρο έγινε πλάσμα ξανά.

Σ.Κ.






Σαν ξερακιανά χέρια θαμμένου νεκροζώντανου,

που έσκαβε απεγνωσμένος το άγονο έδαφος για να βγει,

την στιγμή που κατάφεραν να απελευθερωθούν στον καθαρό αέρα,

οι απόκοσμες φιγούρες των γυμνών δέντρων, 

πάγωσαν μόλις τις αντίκρισα. 

Συμβαίνει πάντα με το φοβισμένο ζώο,

τον τρόμο που ακινητοποιεί σαν νευροτοξίνη το θήραμα, 

να μπαίνει η γη και ο ουρανός από το ανοιχτό του στόμα 

και να βλασταίνουν ανάποδα μέσα του. 

Η ρίζα που καίγεται στο φως, 

το χώμα που φράζει ερμητικά τα ράμφη των πουλιών,

το θρόισμα της άνοιξης που γίνεται τάφος σιωπηλός,

όλα ένα ανείπωτο ανάθεμα.

Σ.Κ.